ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΛΑΘΟΣ, ΙΑΚΩΒΟΣ ΠΟΛΥΛΑΣ

Εγεννήθη εν Κερκύρα τω 1826 εξ αρχαίου και ευγενικού οίκου, χρονολογουμένου από του 1543. Διετέλεσε βιβλιοφύλαξ της αυτόθι δημοσίας Βιβλιοθή­κης. Υπήρξεν οπαδός του Ριζοσπα­στικού κόμματος, πρωτοστατήσας εις το κίνημα της Επτανήσου, συντελέσας εις την Ένωσιν αυτής διά της «Αναγεννήσεως», ης υπήρξεν αρχισυντάκτης. Βραδύτερον ίδρυσε την εφημερίδα «Ρήγας Φερραίος», όργα­νον του ομωνύμου πολιτικού Συλλόγου, και την σατυρικήν «Κώδων». Εχρημάτισεν επί πέντε περιόδους (1869―1879) βουλευτής Κερκύρας. Μεθ’ ο απεσύρθη εις τας ιδιαιτέρας προσφιλείς του φιλολογικάς εργασίας. Θεωρείται ως εις των βαθυνουστέρων κριτικών της Ελλάδος. Θερμός υπερασπιστής του Σολωμού, του οποίου το έργον εξαίρει εις τους «Στοχασμούς» του (1860). Εις την «Φιλολογική μας Γλώσσα» υπεραμύνεται της ζωντανής δημοτικής γλώσσης. Εφιλοπόνησεν υπέροχους μεταφράσεις της «Τρικυμίας» και του «Αμλέτου» του Σαίξπηρ, ως και της «Οδυσσείας» και «Ιλιάδος» του Ομήρου. Η πρωτότυπος λογοτεχνική του εργασία περιλαμβάνει τρία σονέτα και τρία διηγή­ματα: «Τα τρία Φλωριά», την «Συχώρεσι» και «Ένα μικρό λάθος». Απέθανε τω 1896 εν Κερκύρα.

Το βιογραφικό από το βιβλίο.

Το διήγημα που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο βιβλίο το Ελληνικόν Διήγημα ήτοι Απάνθισμα Εκλεκτών Διηγημάτων της Νεολληνικής Λογοτεχνίας. Δες εδώ


     o dignitosa coscienza e netta,
     come t’è picciol fallo amaro morso!
     Dante, Purgatorio, III 8-9

     Το προκείμενο διήγημα εις τα κυριότερα πραγματικά σημεία έχει πραγματικήν υπόστασιν· το γεγονός συνέβη κατά το έτος 1871.

     ΗΤΑΝ Μέγα Σάββατο, δύο ώρες να ξημερώσει· εις το μικρό προαύλι μιας κατοικίας χαμηλής, εις την άκρην και ανάμερα του χωρίου, η Μαρία εβοηθούσε τον άνδρα της να φορτώσει το άλογό του με λάδι από το ύστερο άλεσμα εκείνης της καρποφορίας.
― Μην ανησυχείς αν νυκτώσω, της είπεν· έχω πολλά πράγ­ματα να τελειώσω εις την πόλιν.
― Μη λησμονήσεις τον καλόν άνθρωπον, οπού σ’ εκυνήγησε τόσον εφέτος, μην έχομε πάλι βάσανα.
― Να μην ανακατώνεσαι εις τες δουλειές μου· σου το είπα εκατό φορές.
     Και με τούτο ο Πέτρος εκίνησε το άλογο φορτωμένο και κατέβη προφυλακτικά, το λιθόστρωτο μονοπάτι, που μέσ’ από το χωριό έβγαινε εις τον δημόσιον δρόμον.

     Οι πρώτες ακτίνες του Ηλίου, μέσ’ από την θύραν και από το παράθυρο, εφώτιζαν το φτωχικό εκείνο χαμώγι και τα ολίγα σκεύη του, ένα μικρό βουτσί1, ένα σκαφόνι2, μίαν καπάσα3, ένα τρα­πέζι και δύο καθίσματα· εις το ένα πλάγι είχαν το κρεβάτι και εις το άλλο την γωνίστραν. Η Μαρία εβάλθη άμεσως να κάμει την εργασίαν της παραμονής· εσάρωσε τον πάτον, εξαράχνιασε την σκέπην, εξεσκόνισε όλα τα σκεύη, εγέμισε το καντήλι της Πανα­γίας, έβαλε καθαρά σεντόνια εις το κρεβάτι κι επάνω το καλύτερο πάπλωμά της· κατόπιν άλλαξε και αυτή, εκάθισεν εις το κατώφλι και έστεκε συλλογισμένη.
― «Μας λείπει, έλεγε, από το Πάσχα4 έφθασε η Λαμπρή και ευρίσκεται ακόμη εις τα ξένα, και έχομε ένα μήνα όπου δεν επιάσαμε γράμματά του· όταν τον είχα κοντά μου, έβαζε το χρυσό μου παιδί τον καλόν του λόγον και ημέρωνε η παραξενιά του πα­τρός του· α! πόσο θα του πονεί να περνά τες καλές τούτες ημέρες μακριά από τη μανούλα του. Τα θηλυκά τι θα μου κάνουν τα καημένα; κακοπανδρεμένες και οι δύο υπομονή· έχει ακόμη σαράντα ημέρες να κάμει στρατιώτης· άμα γυρίσει, θα είναι όλα καλά. Πάσχασε με την ευχή μου, παιδάκι μου». Αυτά έλεγε με τον νουν της η Μαρία και εδάκρυζε· εις το πρόσωπό της, όπου άλλοτε είχε βασιλεύσει το κάλλος και η φαιδρότης, εφαίνοντο εκείνες οι στερεές και αυστηρές γραμμές, οπού αγάλι αγάλι χαρακώνει το πρώιμο γήρας, ο κόπος, ο πόνος και η χριστιανική υπομονή.
     Από τους στοχασμούς της έξαφνα την εσήκωσε ο ήχος από όλα τα κωδωνοστάσια των εκκλησιών του χωριού· ήταν η Ανάστασις· διότι εις την Κέρκυραν το Μέγα Σάββατο, τέσσερες ώρες αφού ανατείλει ο ήλιος, απ’ όλες τις εκκλησίες της πόλεως το χαρμόσυνο μήνυμα, ως ηλεκτρική σπίθα, περνά εις τα σιμoτινά χωριά και από αυτά έως τα ακρινότερα της νήσου, ώστε όλοι οι κάτοικοι των ενενήντα χωριών σχεδόν εις την ιδίαν στιγμήν πανηγυρίζουν την Ανάστασιν με κωδωνοκρουσίες και τουφεκισμούς. Η Μαρία εσφόγγισε τα δάκρυά της, έκαμε τον σταυρόν της και εκίνησε προς την πρωτεύουσαν εκκλησίαν να παρευρεθεί εις την αγίαν τελετήν.
     
     * * *
     
     Το εσπέρας ο άνδρας της έφθασε από την πόλιν.
     Λάβε, της είπε, τα χρυσάφια σου. Τα σήκωσα από το Κατά­στημα5 να τα φορέσεις αύριο· έστειλα και δεκαπέντε δραχμές του Αντωνάκη μας, να καλοπεράσει αυτές τες άγιες ημέρες· θα τες λάβει την Νια Δευτέρα· μας γράφει ότι είναι καλά, και μας εύχεται καλήν Λαμπρήν· πάρε το γράμμα να το φυλάξεις με τα άλλα.
― Καλήν φώτισιν σου έδωκεν ο Θεός· λέγω για το παιδί μας, όχι για τα χρυσάφια μου· εις περασμένες ημέρες, ωσάν νέα κι εγώ, εζήλευα να τα φορώ· αμή τώρα… και ύστερα, έμαθα από πολύν καιρόν να τα έχω εις το Κατάστημα· κοίταξε πώς εμαύρισαν τα μαραμένα.
     Και αμέσως εβάλθη να ξεσκονίσει το μαύρο βελουδένιο χρυσοκέντητο πεσελί6 , να τρίψει τες ασημοχρυσωμένες φούμπιες7, τα ασημένια σκολαρίκια, τον χρυσούν λαιμόν, τες χρυσές περόνες της κεφαλής και τα δακτυλίδια. Και ενώ έκαμνε αυτήν την εργασίαν, αισθάνετο ότι επιάνετο η καρδιά της.
     «Παναγία μου, έλεγε μέσα της, κάμε να έχει καλό τέλος τούτη μου η χαρά· δεν επερίμενα τόσην καλοσύνην από τον άνδρα μου· θα τον οδήγησε ίσως ο καλός μου πνευματικός και όμως εγώ ποτέ μου δεν άνοιξα το στόμα να παραπονεθώ για τες κακοτροπίες του συντρόφου μου· γνωρίζω πόσες φροντίδες, πόσα βάσανα έχουν αυτοί οι δύστυχοι άνδρες. Είναι αναγκασμένοι εις την ανέσοδη να χρεωθούν για το θεόψωμο, και συμβαίνει πολλές φορές, για τες αμαρτίες μας, είτε η όστρια8 να χαλάσει τον καρπόν9 , είτε το κρύο απριλιάτικα να κάψει τα σταφύλια μες στο άνθισμά τους· και τότε ο τοκογλύφτης τους φοβερίζει με φυλάκισιν για να τους βιάσει να του γράψουν το ένα δέκα, είκοσι, πενήντα ―ω! οι μαύρες ψυχές, διάδικον να ‘χουν τον Θεόν― και ύστερον οι άνδρες μας ν’ αγριεύουν, μας μαλώνουν άδικα για το παραμικρό, ε! η φτώχεια γεννά τη γκρίνια. Πόσες φορές αυτά τα χρυσάφια, αυτό το πεσελί μου, τούτη η καημένη μου προίκα, εχρησίμευσε για να σηκώσομε από το κατάστημα καμμιά πενηνταριά δραχμές, διά να μη σαπεί ο άνδρας μου εις την φυλακήν. Α! να περάσουν γρήγορα αυταί οι σαράντα ημέρες, να γυρίσει το παιδάκι μου, να μας βοηθήσει».
     Η καημένη της προίκα! Όποιος δεν γνωρίζει την εξοχήν της Κερκύρας, θα παραξενευθεί ν’ ακούσει ότι οι γυναίκες συνήθως φέρ­νουν μόνην τους προίκα καμία διακοσαριά δραχμές χρυσάφια και κάποτε δύο ή τρία ελαιόδενδρα ή ένα ή δύο τσαπιών αμπέλι, εισό­δημα δέκα δραχμών τον χρόνον· αλλά η θαυμαστή χωριανή φέρνει με το σώμα της το εύρωστο και με την ευγενικήν ψυχήν της θη­σαυρόν ατίμητον εις την οικογένειαν όπου έρχεται νύφη και αγογ­γύστως εργάζεται και κοπιάζει και όταν συμβαίνει να χηρεύσει με ανήλικα παιδιά, τότε με το προνοητικό της πνεύμα, με υπεράνθρωπον αγώνα κυβερνά την οικογένειαν, και άπειρα έχομε παρα­δείγματα, όπου γυναίκα χήρα ανάστησε σπίτι ξεπατωμένο.
     
     * * *
     
     Επέρασε το Νιοβδόμαδο ήσυχα, κι εξημέρωσε η Δευτέρα. Ο Πέτρος αναχώρησε για την πόλιν να φέρει τρόφιμα για τους εργάτες εις το σκάψιμο των αμπέλων· οι πολλές και συχνές βροχές της μεγάλης τεσσαρακοστής και κατόπιν οι εορτάσιμες ημέρες είχαν εμποδίσει αυτήν την εργασίαν, η όποια γίνεται τακτι­κώς τον Φεβρουάριον και τον Μάρτιον.
     Το μεσημέρι η Ελένη ήλθε να εύρει την μητέρα της.
― Μάνα, της είπε, να λυτρώσεις το σπίτι μου· το παιδί μου εξημέρωσε χειρότερα, όλο το κορμάκι του είναι φωτιά, παραλογάει· έχομεν ανάγκην από ιατρόν και φάρμακα.
― Τι να σου κάμω, παιδί μου· το γνωρίζεις πώς περνάμε· ο καρπός εσώθηκε· αν μας έμειναν ολίγα λεπτά, αυτά μας χρειά­ζονται να πλερώσομε εργάτες για τ’ αμπέλια· μας λείπει το μο­νάκριβό μας παλικάρι, και ο Πέτρος δεν προφθάνει να τα σκάψει μόνος του, αν και τον βοηθώ κι εγώ· από τον καιρόν όπου τα παιδιά μας πηγαίνουν στρατιώτες, πιάνομε κι εμείς οι γυναίκες το τσαπί.
― Μάνα, σπλαχνίσου μας· δεν έχομε πεντάρα και μας χρειά­ζονται αύριο αμέσως δεκαπέντε δραχμές για τον ιατρόν και δέκα για το αμάξι, χωρίς τα φάρμακα και ό,τι άλλο διορίσει.
― Και πού να τα εύρω, παιδί μου· ο πατέρας σου, εις τούτην την εσοδείαν, εξ αφορμής όπου ήταν ολίγη καρποφορία δεν μου άφησε τα υστερομαζώματα, καθώς ήταν η παλαιά συνήθεια να τ’ αφήνουν των γυναικών για να έχουν και αυτές ολίγα λεπτά εις την κασέλα τους.
― Αμή σου έφερε εφέτος τα χρυσάφια σου· κάμε το καλό να μου τα δώσεις για κανένα μήνα να τα βάλω μ’ εκείνα τα ολίγα τα δικά μου εις το Κατάστημα, να οικονομήσομε αυτές τες δραχμές· έως την Ανάληψιν δεν θα έχεις ανάγκην να τα φορέσεις· μάνα, κάμε το, αν μ’ αγαπάς.
―Δεν το έλεγα η δύστυχη ότι αυτά τα χρυσάφια θα μου γί­νουν φαρμάκι; Είσαι βέβαιη, Ελένη μου, ότι έως την Ανάλη­ψιν θα τα ξαγοράσεις;
― Βεβαιότατη· θα πουλήσει το δαμάλι οπού έχει μισιακό· θα πουληθεί ίσια ίσια τες παραμονές της Αναλήψεως.
― Θα είναι εδώ ο Αντωνάκης μου, είπε μέσα της η Μαρία, και τότε, ό,τι και αν τύχει, όλα διορθώνονται. Και πώς να μην την σπλαχνισθώ, είναι ατάλικη10 και ακόμη αδύνατη από την ύστε­ρή της αρρώστια, και μη μου πάθει.
― Κάμε το, μητέρα, να χαρείς τον Αντώνη μας· θα γυρίσει γλήγορα ως ακούω.
― Ναι θα είναι εδώ της Μεσοπεντηκοστής.
     Εσηκώθη και έβγαλεν από την κασέλα τα χρυσάφια.
― Πάρε τα, παιδί μου, και βάλε εις όρκον τον άνδρα σου να μη με ομολογήσει· αν το μάθει ο πατέρας σου, εχάθηκα.
     
     * * *
     
     «Οϊμένα, ζωήν δυστυχισμένην οπού περνάμε εδώ εις το χω­ριό! έλεγε μόνη της η Μαρία, να μην ευρίσκεται ιατρός να έλθει να καθίσει εδώ να κάνει χριστιανικά την επιστήμην του· αμή να είμαστε αναγκασμένοι, όταν αρρωστήσει κανένα παιδί μας, ή να το φέρνομε εις την αγκαλιά μας εις την πόλιν, θερμασμένο, τρεις ώρες δρόμον, με το ηλιοπύρι, για να το ιδεί μίαν μόνην φοράν ο ιατρός, ή να εξοδεύομε φούκτες φράγκα για να τον φέρομεν εδώ, και αν πουλεί κανείς αυτό το ευλογημένο κινίνο, να το πλερώνομεν ωσάν χρυσόχωμα. Έτσι εχάθη το σπίτι του πατρός μου· από αρρώστιες εξεγίνηκε για να κοιτάξει το μονάκριβό του αρσενικό ―ένδεκα μήνες αρρώστια― επούλησε ό,τι και αν είχε, και τον εχάσαμε γιατί δεν έφερε τον ιατρόν από την αρχήν. Από τούτο εξέ­πεσε το σπίτι μας· προίκα δεν είχε να μου δώσει ο πατέρας μου παρά αυτά τα ευλογημένα στολίδια της μητρός μου· και όμως με επήρε τούτος ο χριστιανός, καλός, αμή, ο Θεός φυλάξει, αν του έλθει το νευρικό· σ’ ολίγον καιρόν έθαψα τον καλόν μου πατέρα και η χήρα η μάνα μου έμεινε κορμός· και Θεός το ηξεύρει τι γεράματα περνά εις το ερμόσπιτό της. Οϊμένα, δεν ηξεύρω γιατί σήμερα όλα τα παλαιά μου δυστυχήματα μου ξαναφανερώνονται εις το πνεύμα, ως να ήσαν χθεσινά. Επέρασα τόσο ήσυχα αυτές τες άγιες ημέρες, και τώρα μου αρρώστησε αυτό το μικρό μου εγγόνι· δεν μ’ αρέσει αυτή η αρρώστια· και πώς να μη δώσω της Ελένης τα χρυσάφια;»
     Με αυτούς τους συλλογισμούς ανέβη εις την σιμοτινήν ράχην να μάσει αγριολάχανα για το δείπνον, και αφού τα έβαλε να βρά­σουν, έπεσε γονατιστή εις την εικόνα της Παναγίας οπού είχε επάνω εις το προσκέφαλο της νυμφικής της κλίνης.
― «Παναγία μου, είπε δακρύζοντας, τι είναι αυτό που αισθά­νομαι μέσα μου; βοήθησε με, μη πεθάνω πριν ιδώ το παιδί μου».
     
     * * *
     
     Ήταν δύο ώρες νύκτα και άρχισε η Μαρία ν’ ανησυχεί.
― «Αν έχει άλλα κακά, όμως δεν είναι από εκείνους που χάνονται εις την χώραν μέσα εις τα καπηλειά ή χασομερούν εις τον δρόμον μέσα εις τ’ αργαστήρια».
     Και έστεκε ακίνητη χωρίς να βγάλει άχνα, και εφαντάζετο να ακούει τα πέταλα, καθώς τ’ άκουε πάντοτε κάμποσα λεπτά πριν φθάσει, όπως το άλογο ετετραπόδιζε εις το λιθόστρωτο μονοπάτι.
― «Ήλθεν, εφώναξε· είναι το πάτημά του· πώς έρχεται με τα πόδια;» και με αυτό επετάχθη εις το μονοπάτι και σ’ ολίγα λεπτά της εφανερώθη ο άνδρας της.
― Καλησπέρα, της είπε μουγκόφωνα.
― Καλώς όρισες· τι εγίνηκε το άλογό μας; του έχω έτοιμον τον σανό.
― Το άλογο μας ξενυχτάει αλλού· άφησέ με ήσυχον να ξανασάνω· ο Θεός θέλει να μας παιδεύσει· ελάβαμε γράμματα από τον Αντωνάκη μας.
     Η Μαρία ερίγωσε.
― Τι γράφει;
― Εγύρισα βιαστικά και δεν επρόφτασα να εύρω κανέναν φίλον να μου το διαβάσει· πάρε το να σου το διαβάσει ο πνευματι­κός μας.
     Η Μαρία επήρε το γράμμα και της έτρεμαν τα γόνατα, το έβαλεν εις τον κόρφον της κι εβγήκε.
― «Τι να γίνω ο δύστυχος; έλεγε μόνος του· είμαι πάλι αναγκασμένος να της τα πάρω· το γνωρίζω ότι δεν θα μου κάμει την παραμικρήν δυσκολία, άμα γνωρίσει τι περιστατικό μου έτυχε· αλλά το έχω σ’ εντροπήν ύστερ’ απ’ ολίγες ημέρες».
     
     * * *
     
     Εύρηκε η Μαρία τον πνευματικόν της εις την Εκκλησίαν, οπού, κατά το σύστημά του, ανεγίνωσκε πριν πάει να πλαγιάσει τες εσπερινές του ευχές. Εις όλον τον ναόν το τέμπλο μοναχά με τα δεσποτικά εικονίσματα και τους δώδεκα Αποστόλους εφωτίζετο ολίγο από το καντήλι έμπροσθεν εις την εικόνα της Θεο­τόκου και από ένα κερί στυλωμένο εις το αναλόγι· αυτού ο ασπρο­μάλλης εφημέριος, χωρίς το καμηλαύκι, επροσεύχετο με ταπεινήν φωνήν, με καθαρήν προφοράν, γεμάτην χριστιανικήν κατάνυξιν. Η Μαρία εμπήκε εις τον νάρθηκα, εστάθη εις την θύραν, και με το κεφάλι σκυμμένο έλεγε μέσα της τα πατερημά της· όταν ο πα­πάς έκλεισε το ευχολόγι, επλησίασε και του εφίλησε το χέρι.
― Για καλό, Μαρία, τέτοια ώρα;
― Δέσποτα μου, συχώρεσε με· κάμε το καλό να μου διαβάσεις τούτο το γράμμα του Αντωνάκη μου.
― Α! το καλό παιδί! γρήγορα σώνεται ο καιρός του. Ο παπάς άνοιξε το γράμμα.
     «Καλέ μου πατέρα. Έλαβα το γράμμα σου και τα δεκαπέντε φράγκα· σας ευχαριστώ· αλλά γιατί να στερηθείτε σεις οι καημένοι γονείς μου; εδώ, χάρις εις τον Θεόν, δεν μου λείπει τίποτε· ο λοχαγός μου με αγαπά και μ’ επήρε και εις την ιδιαιτέραν υπηρεσίαν του· αλλά το βάρος της ξενιτιάς το αισθάνομαι περισσό­τερο αυτές τες άγιες ημέρες· είναι η πρώτη φορά οπού δεν εορτάζω εις το σπιτάκι μας. Αλλά και σεις πρέπει να έχετε υπομονήν· μάθετε ότι ήλθε διαταγή από το Υπουργείον να μας κρατήσουν και άλλους τρεις μήνες, ώστε μόνον τον τρύγον θα μ’ έχετε κοντά σας· για τούτο άργησα να σας γράψω, για να μη σας πικράνω μίαν ώραν πρωτύτερα. Πόσο θα βαρυφανεί της καημένης μου μάνας! Πατέρα μου, αν με αγαπάς, μη την λυπήσεις, καθώς συμβαίνει κάποτε να θυμώνεις. Σας φιλώ τα μάτια και τα χέρια. Θα σας γράφω από εκεί, όπου θα μετατεθεί το τάγμα, από τα σύνορα. Ο αγαπητός σου υιός».
     Άμα ετελείωσε ο παπάς, η Μαρία, όπου έκλαιε όλην την ώραν, ερώτησε.
― Δέσποτα μου τι είναι τα σύνορα;
― Το Βασίλειόν μας είναι το περισσότερο μέρος ζωσμένο από θάλασσα, και από την στερεάν γειτονεύει μόνον με το Βασίλειον των Απίστων· αυτού είναι τα σύνορα.
― Μήπως θα έχομε πόλεμο;
― Μη βάζεις αυτό στον νουν σου, Μαρία· και αν ηθέλαμε, και αν ημπορούσαμε να ελευθερώσομε τους αδελφούς μας, δεν θα μας άφηναν οι Κραταιοί της Γης· ησύχασε, δεν είναι κίνδυνος τώρα να αιματωθούμε.
― Αύριο πρωί θα έλθω, παπά μου, να μ’ εξομολογήσεις.
― Αμαρτίες που θα έκαμες, καημένη, από την Μεγάλην Πέμπτην· λέγε τα μια στιγμή τώρα.
― Είναι αργά, Δέσποτα μου, και με περιμένει ο Πέτρος· έρχομαι αύριο τ’ αποταχιά.
― Αύριο πηγαίνω εις την πόλιν· με προσκαλεί ο Δεσπότης για πνευματικήν υπηρεσίαν· έλα το βράδυ, εις αυτήν την ώραν, ή την Τετράδη το πρωί.
     Η Μαρία του εφίλησε το χέρι και αυτός την ευλόγησε, και ενώ εκείνη αναχωρούσε, έλεγε μόνος του:
     «Αγία γυναίκα! δεν είμαι άξιος να την εξομολογήσω, όχι εγώ ο αμαρτωλός, αλλά ούτε ο Πατριάρχης· θα της φαίνεται πως έχει κανένα άχυρο επάνω εις την συνείδησίν της και δεν βλέπει την ώραν να ξαλαφρωθεί· άλλοι, και πόσοι! έχουν δύο λίτρες βολίμι και δεν το αισθάνονται. Ω Παντοδύναμε, αν όλοι είχαν την καρδιά της, τούτος ο κόσμος θα ήταν Παράδεισος. Φοβούμαι μη πάθει κάποτε αυτή η γυναίκα από την περισσήν αγάπην της».
     
     * * *
     
     Η Μαρία είπε του ανδρός της ό,τι περιείχε το γράμμα.
― Υπομονή, Μαρία, και γι’ αυτό και για κάτι άλλο που θ’ ακούσεις τώρα. Μάθε ότι καθώς έμπαινα εις την πόλιν, ο κλη­τήρας μου έπιασε το άλογο, και ήθελε να με φέρει εις την φυλακήν· του χάρισα δέκα φράγκα για να μου αφήσει καιρόν να ημε­ρώσω τον δανειστήν μου· φαίνεται ότι τούτος ο αθεόφοβος έμαθε ότι εξαγόρασα τα χρυσάφια κι εσυμπέρανε από αυτό πως έχω ο δύστυχος να τον αποπλερώσω και δεν θέλω. Ετοίμασέ τα λοιπόν, ότι αύριο ενωρίς θα πάω να τα ξαναβάλω σημάδι, να δώσω του δανειστού μου όσα εσυμφώνησα· διαφορετικά θα χάσομε το άλογό μας, θα με βάλουν εις την φυλακήν, και θα μείνουν χέρσα τα αμπέλια.
     Ό,τι αισθάνθη η δυστυχισμένη γυναίκα εις εκείνην την στιγμήν δεν λέγεται· και πως να περιγραφεί ψυχική κατάστασις, εις την οποίαν ο άνθρωπος, αν και αθώος, αγνός, δοκιμάζει πρώτην φοράν όλην την οδύνην ενόχου συνειδήσεως Η Μαρία δεν επρόφερε λέξιν, έπεσε χάμου και άρχισε να κλαίει, και τα δάκρυά της δεν είχαν κρατημόν.
― Μα την αλήθειαν, καλή και προκομμένη νοικοκυρά! εφώναξε ο άνδρας της, κοίταξέ την! κλαίει και μύρεται ωσάν νυ­φούλα οπού θα της πάρουν τα στολίδια της. Μάθε, κυρά μου, οπού θέλεις και μη θέλεις, αύριο τ’ αποταχιά θα μου δώσεις το κλειδί της κασέλας να τα πάρω· εγώ είμαι ο κύριος εδώ.
― Α! Πέτρε, σκληρός οπού είσαι, άδικος―να ήξευρες― αύριο, αύριο, τ’ αποταχιά.
     Ο Πέτρος την άφησε αυτού σωριασμένην κατά γης, άναψε το τσιμπούκι του, εκάθισε εις το προαύλι κι έβαζε εις τον νουν του χίλιες υποψίες.
     
     * * *
     
     Πνεύμα ανθρώπινο δεν θα ήταν ικανό να ξανοίξει, και πολύ ολιγότερο να εννοήσει τι συνέβαινε από εκείνην την στιγμήν μέσα εις την ψυχήν της Μαρίας· χωρίς να ηξεύρει πού ευρίσκεται, χωρίς να δύναται να προσηλώσει το πνεύμα της εις τα ερχόμενα ή να το στρέψει εις τα περασμένα, ερίφθη όπως ήταν εις το κρεβάτι, και την έπιασε λυγκιό11 ως να εψυχομαχούσε, αλλά το έπνιγε με το προσκέφαλο μη την ακούσει ο άνδρας της και την αναισχυντήσει πάλιν12. Ύστερ’ από κάμποσην ώραν, λάλημα πετεινού, αποκορώθη και επέρασε αμέσως εις τον μυστηριώδη κόσμον της φαντα­σίας· η Μαρία έβλεπε συχνά ονείρατα, πάντοτε φαιδρά και ξά­στερα, και πολλές φορές ξυπνώντας έλεγε ότι δεν εγνώρισεν ώραν καλήν παρά μέσα εις τον ύπνον της. Θαυμαστή οικονομία της φύσεως, ευλογημένο δώρον της θείας ευσπλαχνίας!
     
     * * *
     
     Ευρίσκετο εις ένα μέρος γνωστό της και αγαπημένο από τα μικρά της χρόνια· πλαγιά μεγάλη εγλυκοκατέβαινε από την κορυφήν του βουνού έως εις τον άμμον, εις το ακρογιάλι, το επάνω της μέρος έως εις την μέσην με μεγαλόδενδρον φουντωτόν ελαιώνα, και από την ζώνην έως κάτω αμπελόφυτο πλάγι· αντίκρυ θάλασσα απέραντη σμίγει μόνον με τον ουρανόν· οι χωρικοί την ονομάζουν αγριοπέλαγο, ότι αυτή τες περισσότερες φορές είναι αφρισμένη και φαίνεται πως τελείως απομονώνει την νήσον μας από τον έξω κόσμον, ενώ η άλλη θάλασσα, ο κόλπος, οπού βρέχει το ανατο­λικό πλευρό της νήσου και την αντίκρυ ήπειρον, ομοιάζει τες περισσότερες φορές ήσυχη λίμνη.
     Η τοποθεσία είναι μαγευτική ―εκεί από ένα μέρος η βαθιά πρασινάδα των ελαιοδένδρων και η τρυφερότερη των αμπέλων, και από το άλλο η καταγάλαζη επιφάνεια της θαλάσσης― αλλά για την Μαρίαν προ πάντων η οικουμένη δεν είχε τόπον να την ευχαριστήσει περισσότερο· εκείνη η πλάσις, με όλην της την φυσιογνωμίαν, εις την στερεάν και εις το πέλαγο, έκαναν μέσα εις την ψυχήν της ένα με τα αθωότερα και φαιδρότερα αισθήματα της παι­δικής και νεανικής ηλικίας της· καθώς συμβαίνει όταν παίζεται μουσική οπού πρωτακούσαμεν εις την νεότητά μας· ο ήχος της μας συγκινεί, μας μαγεύει, και απορούμεν πώς εκείνος ο ρυθμός δεν προξενεί εις τους νέους ό,τι εμείς αισθανόμεθα ―διότι εκείνη η μουσική, αν και ακούονται άλλες μελωδικότερες, έγινε από πολύν καιρόν μέρος του εαυτού μας, είναι ο μακρινός, γλυκός άμα και λυπητερός αντίλαλος των ευτυχισμένων ημερών μας· παρομοίαν μουσικήν έχει μια γνωστή μας φυσική τοποθεσία· ένας ξε­ρός βράχος, οπού εφύτρωσε κι εμεγάλωσε μοναχικό κυπαρίσσι, έχει την αγάπην μας όσον δεν την έχει κάθε άλλο ωραιότερο θέαμα· φαίνεται ότι εκείνοι οι χαρακτήρες φυλάγουν, μέσα εις την φαντασίαν και εις την καρδίαν μας, την ποθητήν αλησμόνητον εικόνα της ζωής μας, όπως ήταν, πριν τα πάθει και τα παθήματα τής αφαιρέσουν την φυσικήν αθωότητα και την γαλήνην.
     Αυτού ακολουθούσε μικρούλα, πέντε ή έξι χρόνων κόρη, τους γονείς της, εις όλους τους μήνες, διότι δεν είναι μήνας οπού ο καλός γεωργός να μην εύρει να κάμει εργασίαν εις το αμπέλι και εις τον ελαιώνα, και εκείνο το κτήμα ήταν αληθινό περιβόλι. Τοιουτοτρόπωςς η φανταστική και μεγαλοπρεπής εκείνη πλαγιά με κάθε φυτό, με κάθε δένδρο ήμερο ή άγριο, με κάθε χειρόκτιστην λιθιά ή ριζόπετραν, με κάθε δέμα, με κάθε φρύδι, με κάθε μονο­πάτι, με κάθε παρακλάδι, με κάθε στένωμα, είχε μείνει βαθιά χα­ραγμένη εις το νεανικό της πνεύμα, ώστε αν ήταν ζωγράφος θα ημπορούσε να μορφώσει από εκείνην την θέσιν πολλές και ωραιότατες εικόνες να μη παραλλάζουν παντάπασιν από το φυσικό τους. Αλλά και εκείνο το πέλαγο είχε ανοίξει τον νουν της, είχε φτερώσει την φαντασίαν της, καθώς εις όλες τες εποχές του χρό­νου και εις όλες τες ώρες της ημέρας, ενώ εδιάβαινε, από ψηλά το εθεωρούσε, πότε θεριωμένο και μελανό, πότε ήμερο και άσπρο-γάλαζο, και κάποτε, εις το βασίλεμα, σύννεφα να καθίζουν εις την επιφάνειαν, και μέσα εις αυτά να ανοίγονται σκοτεινά λαγκά­δια και χρυσοί ποταμοί να χάνονται εις τα βάθη. Ιδού πως αδελφώθη η τρυφερή ψυχή της μ’ εκείνο το μέρος, και την βαθείαν εκείνην συμπάθειαν ήλθε, εις την νεανικήν της ηλικίαν, να στερώσει και να κλείσει δια πάντοτε εις την καρδίαν της ο πόνος· πόσο έκλαψεν όταν ο πατέρας της αναγκάσθη να πουλήσει εκείνο το περήφανο κτήμα, όπου αρκούσε να ζωοθρέψει την οικογένειάν του, και όπου είχε προσδιορίσει πατόκορφα μίαν μικρήν λουρίδα προίκα της αγαπητής του Μαρίας.
     
     * * *
     
     Εις εκείνο το αμπέλι ευρίσκετο, εις τ’ όνειρό της, τώρα πρώτη φορά, αφού δεν είχε πατήσει αυτού είκοσι χρόνια. Είχε φθάσει εκεί με τους γονείς της και με μισθωμένες τρυγήτρες, την ώραν οπού ο ήλιος, ως εσηκώνετο όπισθεν, από το βουνό, μόλις εχρύσωνε τες άκρες των ελαιοδένδρων, ενώ όλη πλαγιά έμενεν ακόμη ισκιωμένη, και η αντίκρυ θάλασσα ελακτάριζε πέρα πέρα από τες αργυρές πρωινές ακτίνες. Εστάθηκαν όσο να πέσει η δροσιά της νυκτός, για να κόψουν στεγνά τα σταφύλια· έπειτα άρχισεν ο τρύγος και σ’ ολίγην ώραν, διότι κάθε κλήμα τα είχε πολλά, αυτή με την σύντροφόν της εγέμισε δύο τερτικά13, η μητέρα της τες εβοήθησε και τα εφόρτωσαν εις το κεφάλι τους, και δύο μικρές τρυγήτρες επήραν και αυτές δύο κάνιστρα διά να γίνει σωστό το φόρτωμα. Έπειτα, εκίνησαν και οι τέσσαρες, η μια κατόπιν της άλλης, το αμπέλι αμπέλι, και ύστερ’ απ’ ολίγο διάστημα εδιάβηκαν, πάντοτε αλύγιστες και ατάραχες, το στένωμα, όσο μία διασκελιά μόνον πλάτος, και μάκρος τριάντα βήματα, οπού δε­ξιά έχει κρεμαστούς βράχους, και αριστερά τρομάζει ο άνθρωπος να βλέπει, από εκατό μέτρα ύψος, τα κοντράκια14 και παρακάτω τα φύκια οπού ξερνά ακατάπαυτα το αγριοπέλαγο· το τρομακτικό εκείνο πέραμα ονομάζεται κ α κ ή σ κ ά λ α. Εκεί που έπαυε το στενό μονοπάτι, εύρηκαν τον αγωγιάτην, οπού μόλις είχε φθάσει. Εφορτώθη το άλογο, και ο αγωγιάτης, ενώ αναχωρούσε, «Κοπέλες, τους είπε, μην οκνηρεύεσθε, να εύρω όταν γυρίσω έτοιμα τερτικά· το άλογό μου είναι παλικάρι».
     «Ας καθίσομε εδώ, Αυγερινή, είπε η Μαρία, να ξανασάνομε ολίγο, τα σταφύλια τα ευλόγησε ο θεός εφέτος, και δεν αργούμε να τα παστρεύομε».
     Κι εκάθισεν επάνω εις έναν όχθον, η Αυγερινή ολίγο παρα­πάνω· τα κορίτσια έτρεχαν εδώ κι εκεί κι επαιγνίδιζαν τριγύρω.
     «Πόσο μου αρέσει, Αυγερινή μου, τούτη η θάλασσα· λέγουν πως εις το άλλο μέρος η άλλη θάλασσα είναι σκεπασμένη με κα­ράβια μικρά μεγάλα· εδώ σπάνιες φορές διαβαίνει κανένα βαπόρι πολύ μακριά, πέρα πέρα, ωσάν ίσκιος· καλύτερα ευχαριστούμαι εις το πέλαγο τούτο· εδώ δεν φαίνονται πάρα βάρκες με τα πα­νάκια τους, δελφίνια οπού κοπαδιαστά παίζουν, και θαλασσοπού­λια ω! ιδές, Αυγερινή, πόσοι γλάροι στριφογυρίζουν επάνω εις το νερό, δείχνει ότι θ’ αλλάξει ο καιρός. Τι λες εσύ;»
     Ακούσθη ένα χασκόγελο, η Μαρία εγύρισε και δεν είδε ούτε την Αυγερινήν ούτε τα κορίτσια, και επάγωσεν όλη και άκουσε την καρδίαν της οπού βροντοκοπούσε· έστρεψε πάλι τα μάτια προς την θάλασσαν· αυτού, όχι μακράν από το ακρογιάλι, σηκώνεται βρά­χος υψηλός, οπού τον λέγουν ο ρ θ ο λ ί θ ι· επάνω εις τον θεόκτιστον εκείνον πύργον ήταν ορθή στυλωμένη η Αυγερινή με τα μαλλιά απλωμένα εις τες πλάτες· με το ένα χέρι εκρατούσε τα ασημοχρύσαφα της Μαρίας, οπού άστραφταν εις τον ήλιον, και με το άλλο της έγνευε, ωσάν να της έλεγε:
     «Κατέβα εδώ κάτω να τα πάρεις, ειδεμή τα ρίχνω εις την θά­λασσαν».
     Όπως η Μαρία επετάχθη να ριχθεί από το φρύδι του βουνού εις τον άμμον να πάει να πάρει τα χρυσάφια της, εκόπη το όνειρό της, εξύπνησε κι ενώ αγκομαχούσε κι έκλαιε, άκουσε την φωνήν του ανδρός της:
― Παύσε τώρα, σήκω· συγύρισε τα χρυσάφια και το πεσελί, να φύγω.
     Έπεσεν η δύστυχη Μαρία γονατιστή έμπροσθέν του και με κομμένην μιλιά του ομολόγησε ό,τι έκαμε.
― Σου έπταισα πολύ, αφέντη· σου έπταισα πολύ, αλλά στοχάσου, αφέντη, πως αυτή είναι η πρώτη και ύστερη φορά που σου πταίω· μη με σκοτώσεις και κολασθείς και συ· άδικα θα είχες την αμαρτίαν· τούτη είναι η ύστερη ημέρα της ζωής μου.·
― Μ’ επήρες, μωρή, στον λαιμόν σου· σ’ αφήνω εις την οργήν του Θεού· και με τούτο κατέβη το μονοπάτι.
     
     * * *
     
     Η ορφανή Μαρία έμεινεν αυτού λιποθυμισμένη, αναίσθητη· όταν εσυνήλθε, ο ήλιος είχε μεσουρανήσει· εσηκώθη, άλλαξε όλη, έβαλεν εις τον κόρφον της το γράμμα του παιδιού της, έπεσ’ επίστομα έμπροσθεν εις την εικόνα της Παναγίας, κι είπε μέσα της.
     «Και αυτό ηθέλησε ο θεός, να μου λείπει σήμερα ο άγιος άνθρωπος».
     Και αφού είπε τα πατερημά της, επήρε τ’ ακρινό μονοπάτι του χωριού και σ’ ολίγα λεπτά έφθασε εις το σπίτι της μητρός της. Η γραία ήταν καθισμένη εις το κατώφλι και εις τα πόδια της η εγγονή της, κόρη της Ελένης. Άμα την είδε που ανέ­βαινε της είπε:
― Τι σου εστάθηκε, Μαρία! τα συνηθισμένα σας· θα σ’ εβάρεσε ο Πέτρος.
― Μανούλα μου, ήλθα να πεθάνω κοντά σου. Και της διηγήθη το δυστύχημά της.
― Κακά έκαμες, Μαρία· εις τον καιρόν μας οι γυναίκες δεν έκαναν το παραμικρό χωρίς το θέλημα του ανδρός· τώρα εκάκωσαν και τα θηλυκά.
― Όχι, μάνα. Ό,τι έκαμα δεν το έκαμα για ν’ αδικήσω τον άνδρα μου, μάρτυς μου ο θεός· σπλαχνίσου κάνε συ· δεν με βαστά η καρδιά να γυρίσω σπίτι μου.
― Αυτό είναι ακόμη χειρότερο, να φύγεις από το σπίτι του ανδρός σου· ο κόσμος θα ειπεί, πως έπραξες άτιμα πράγματα.
― Μητέρα, θα πάω να πνιγώ.
― Σύρε, της είπε η γραία.
― Α! μάνα, μάνα!
     Και ανέβη τρέχοντας το στενό μονοπάτι, οπού κατόπιν εσχίζετο εις δυο, το ένα κατέβαινε εις την άλλην άκρην του χωριού, και απ’ το άλλο αντίστροφα επήγαιναν εις την ακροθαλασσιά.
     Η γερόντισσα έμεινε με το κεφάλι κάτω, ανήσυχη, και ύστερ’ απ’ ολίγην ώραν είπε της μικρής εγγονής της.
― Τρέχα, παιδί μου, πρόφθασέ την· ειπέ της να γυρίσει οπίσω, να περάσει εδώ την νύκτα.
     
     * * *
     
     Ωστόσο η Μαρία είχε πάρει τον κατήφορον, όχι μέσα εις το μονοπάτι, απ’ όπου επερνούσε όλος ο κόσμος, αλλά εις ένα πα­λαιό παρακλάδι, οπού και αυτό έβγαινε εις το περιγιάλι. Καθώς αυτή εροβολούσε από το βουνό, ομοίως σ’ εκείνην την ώραν ο ήλιος εκατέβαινε προς την άκρην της θαλάσσης, μίαν οργιά ακόμη υψηλά· τον είχε πλαγινά και έβλεπεν έμπροσθέν της το άπειρο φως οπού επλημμυρούσε το απέραντο πέλαγο εις εκείνην την στιγ­μήν ησυχότατο και ωσάν ασημοχρυσωμένο, έρημο· πουθενά βαρκούλα, ούτε εις τα πανιά ούτε δεμένη εις το ακρογιάλι, μόνον αυτού το ορθολίθι, μαύρη θαλασσόδαρτη πέτρα, οπού από το μέ­ρος της γης έχει ρηχά τα νερά και από το μέρος της θαλάσσης άπατα, γεφύρι απ’ την στερεάν εις την άβυσσον. Εκοντοστάθη η Μαρία και προσήλωσε εκεί τα μάτια της, ως είχε πάντοτε έμπρο­σθέν της το αποταχινό της όνειρο, και άμα είδε το ορθολίθι την έπιασε χαροτρομάρα· κατόπιν ακολούθησε βιαστικά τον δρόμον της όσο που έφθασε εις εκείνο το μέρος· εξυπολύθη, εδιάβηκε την θά­λασσαν, εσκαρφαλώθη με κόπον επάνω εις τον βράχον, και ωσάν φρενιασμένη τον εξέταζε όλον τριγύρω, τον επασπάτευε και έχωνε τα χέρια εις όλες τες μεγάλες μικρές χαραμάδες· κατόπιν συχνοκινώντας την κεφαλήν ανέβη έως εις την ζώνην του βράχου· εκείθεν εγύρισε τα μάτια της ωσάν για να υστεροκοιτάξει την πλάσιν, τον ουρανόν, την θάλασσαν και τα κατάχλωρα πλάγια με τα ελαιόδενδρα, οπού εις εκείνην την στιγμήν έτρεμαν όλα με τα φύλλα τους καταχρυσωμένα από τες πορφυρές ετοιμόσβηστες ακτίνες του Ήλιου15 ― και τότε έξαφνα εις τον ασυγνέφιαστον γύρον, όπου ανταμώνονται θάλασσα και ουρανός, εφανερώθηκαν σπίτια, εκκλησίες, κωδωνοστάσια, πύργοι, όλα λευκότατα, ως να είχε αυτού σηκωθεί θεόπλαστη παραθαλάσσια πολιτεία, να δώσει ζωήν και όρια εις εκείνα τα έρημα και ατελεύτητα πλάτη της θαλάσσης.
     Ωστόσο ο δίσκος του Ηλίου είχε βουλήσει16, και εις τον ορί­ζοντα εφαίνετο το ολοστρόγγυλο ομοίωμά του μεγαλωμένο, αλλά από ακτίνες ορφανό, ώστε η δυστυχισμένη ημπόρεσε ύστερη φορά ν’ αναπαύσει τους οφθαλμούς της εις εκείνην την σκιάν του άστρου της ημέρας, ενώ εις όλον σχεδόν τον ουράνιον θόλον ελαμποκοπούσαν τ’ αστέρια. Τα ημερινά πουλιά είχαν όλα ησυχάσει εις τες φωλιές τους και εις τα δένδρα, τα νυκτοπούλια έσχιζαν παντα­χού τον σκοταδερόν αέρα με το νεκρό τους φτερούγιασμα, και μό­νον ακούετο ο αδιάκοπος τακτικός αναστεναγμός της θαλάσσης. Η Μαρία ολόρθη εις τον βράχον έβγαλε μέσ’ από τον κόρφον της το γράμμα του παιδιού της, το εφίλησε και έκαμε τρεις φορές τον σταυρόν της· ακούσθη ένα τρελό χασκόγελο, κι ευθύς κατόπι κάτω από το ορθολίθι ένας βρόντος· την ακόλουθην αυγήν ψαρά­δες εύρηκαν βγαλμένο εις την αμμουδιά το σώμα της Μαρίας.
     
     
Λεξιλόγιο
     [1] βουτσί = βαρέλι
     [2] σκαφόν = μεγάλο ξύλινο στρογγυλό αντικείμενο ανοιχτό από πάνω, στο οποίο πατούσαν οι τρυγητές τα σταφύλια
     [3] καπάσα = μεγάλο πήλινο δοχείο στο οποίο φυλάσσεται λάδι η κρασί
     [4] Σημ. του κειμένου: Πάσχα λέγουν οι χωρικοί μας τα Χριστούγεννα και Λαμπρήν το Πάσχα.
     [5] Σημ. του κειμένου: Κατάστημα, το λεγόμενον Ενεχυροδανειστήριον, Mont de Piete· δανείζει αντί ενεχύρου προς 6 τα 100.
     [6] πεσελί = είναι το αριστοτεχνικό συμπλήρωμα της γαμήλιας ενδυμασίας, δώρο του γαμπρού στη νύφη. Από ζωηρόχρωμο βελούδο, κεντημένο με χρυσοκλωστή με πολυσύνθετα και εντυπωσιακά σχέδια, στολισμένο με χρυσογάιτανα και ασημένια ή χρυσά κουμπιά, ακολουθούσε τις γιορτινές εμφανίσεις της γυναίκας για την υπόλοιπη ζωή της.
     [7] φούμπια = μεταλλικός συνδετήρας, πόρπη, αγκράφα.
     [8] όστρια = ο νότιος
     [9] Σημ. του κειμένου: Καρπόν, τον ελαιόκαρπον, ως το κυριότερον προϊόν της Νήσου.
     [10] ατάλικη = αδύνατη, καχετκική
     [11] το λυγκιό = ο λόξυγγας
     [12] Σημ. του κειμένου: Αναισχυντήσει. Η λέξις ευρίσκεται με αυτήν την έννοιαν (ονειδίζω) εις τα μεσαιωνικά μας ποιήματα· σώζεται εις την εξοχήν Κερκύρας με την αλλοιωμένην μορφήν ανασκυντάω.
     [13] τερτικό = η μικρή κόφα, το ψηλό καλάθι με δύο λαβές
     [14] κοντράκι = βράχος
     [15] Σημ. του κειμένου: Το φυσικόν τούτο φαινόμενον, γνωστόν υπό το όνομα Fata Morgana, μας έτυχε να παρατηρήσομεν από το βουνό του Αγίου Θεοδώρου (Γαρούνας), εις το δυτικά μέρος της Νήσου, όθεν φαίνεται η Α­δριατική θάλασσα.
     [16] βουλώ = βουλιάζω
     

Διά χειρός Γιάννη Π. (προστέθηκε 22.2.2019)

Πληροφορίες για τον Ιάκωβο Πολυλά στο Ε.ΚΕ.ΒΙ.