Η «Συμφιλίωσις», ΕΛΕΝΙΤΣΑ ΤΑΛΑΜΠΕΚΟΥ

 Έπαινος του β’ διαγωνισμού του περ. της «Εργατικής Εστίας»

     Μόλις η ματιά μου έπεσε επάνω του, μπαίνοντας στην αίθουσα, αισθάνθηκα ένα φόβο να με κυριεύει. Ήταν με το σούρουπο. Τ’ άγρια μάτια του, το πλατύ και ρυτιδωμένο μέτωπό του, τ’ αχτένιστα μαλλιά του και η άσχημη μύτη του μου τράβηξαν και μου κρατούσαν όλη την προσοχή και μου ‘διναν μια σύγχυση. Σα να με παρακολουθούσε επιβλητικός και αυστηρός. Κάθισα μπροστά στο πιάνο, χωρίς να ξεκολλούν τα μάτια μου από πάνω του. Είδα πως δεν μπορούσα να παίξω ούτε νότα. Μ’ είχε κυριεύσει πανικός!…«Έλα, λοιπόν, παιδί μου, παίξε κάτι να σ’ ακούσουμε! Με ξύπνησε η βαριά φωνή του Διευθυντού και, βλέποντας τα πλήκτρα, κάπως συνήλθα· άρχισα να παίζω ένα βαλς του Σοπέν, αλλά αισθάνθηκα ξανά κάτι να μ’ ενοχλεί. Σήκωσα το βλέμμα μου και ξανάδα να με κοιτάζουν ακίνητα τα μάτια του. Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν και να χάνουν τη δύναμή τους. Σιγά σιγά οι φθόγγοι έσβηναν. Μ’ έπιασε η ίδια αδράνεια που είχα στην αρχή.
     «Το ξέχασες, παίξε κάτι άλλο, με ξανάφερε η φωνή του Διευθυντού στην πραγματικότητα. Ναι, θα παίξω….
     Άρχισα την Απασιονάτα του Μπετόβεν. Μα με τις πρώτες νότες ένιωσα να με καρφώνει το βλέμμα του. Μου ‘ρχονταν να ζητήσω έλεος. Να μ’ αφήσει να κάνω τις εξετάσεις μου.
     Αυτός όμως εκεί….
     Σηκώνομαι απελπισμένη, ανοίγω την πόρτα και βγαίνω έξω.
     Είχα, βέβαια, αποτύχει.

Read More »

Μιζέριες, ΠΕΤΡΟΣ ΦΑΛΗΡΕΑΣ

Έπαινος του β’ Διαγωνισμού της «Εργατικής Εστίας»     

Ντούκου, ντούκου, μπέεε… ντούκου, ντούκου, μπέεε… το μικρό ψαροκάικο, μια σέσουλα δυο πιθαμές πάνω απ’ το νερό, φορτωμένο με καμιά δεκαριά παλιοπροβατίνες και τον καθηγητή, σκίζει την ασημένια θάλασσα πρωί-πρωί τραβώντας για τη Σύρα.
     Ντούκου, ντούκου, μπέεε, λέει και ξαναλέει με πείσμα στην πηγμένη θάλασσα που ξελογιάστηκε στην ξενοιασιά του μικρού καλοκαιριού και με ραθυμιά του κάνει τόπο να περάσει…
     Ξαπλωμένος σε μια κουβέρτα στη στενόχωρη πλώρη του «καϊκιού», εξετάζει τα γύρω του ο καθηγητής. Ο καπετάνιος, ένας τριαντάρης με ψημένο σκληρό πρόσωπο που μόλις ξεχωρίζει ανάμεσα στον κατεβασμένο κούκο και τη λιγδωμένη φόρμα —άλλοτε φούρναρης και στην κατοχή μαυραγορίτης του λαδιού και καϊξής—, καθισμένος ανάγερτα πλάι στο τιμόνι μασουλάει ατέλειωτα με μισόκλειστά μάτια κι αφαιρεμένο μυαλό —θαρρείς κάνοντας κομπίνες πώς να πουλήσει τις προβατίνες γι’ αρνάκια του γάλακτος…
     Και κει στη μέση του καϊκιού, στα πλάγια τ’ αμπαριού, οι προβατίνες, με τα θολά κουτά μάτια και τα ποδάρια δεμένα, μηρυκάζουν γερμένες στ’ απομεινάρια της πράσινης πλαγιάς, χωρίς να υποπτεύονται τη μεγάλη τιμή που τους γίνεται, να ψέλνει τον επικήδειό τους ο καθηγητής που βαστάει τον ψυχικό σταυρό του Γολγοθά τους. Κάθε τόσο μονάχα σταματούν για μια στιγμή το μάσημα κι αφήνουν ένα ανέκφραστο μπέεε, που δεν ξέρεις αν είναι θλίψης φωνή για τη στέρηση του χωραφιού, πόνου ξεθύμασμα για το δέσιμο των ποδαριών, ή ακομπανιαμέντο στο μονότονο τραγούδι της μηχανής του καϊκιού.
     Σιγά-σιγά, με το πέρασμα της ώρας όλα σβήνουν κι ο καθηγητής βυθίζεται στις σκέψεις του «Γνωρίζομεν υμίν ότι διά Β. Δ. τη… εκδοθέντος και τη… καταχωρισθέντος εις το υπ’ αρίθ. ΦΕΚ μετατίθεσθε εις το γυμνάσιον…» Υπηρετούσε πριν σ’ ένα γυμνάσιο της Στερεάς όπου τον βρήκεν ο πόλεμος και τον επιστράτεψαν. Με την κατοχή, γύρεψεν απόσπαση σ’ ένα παράρτημα γυμνασίου που ιδρύθηκε για την πολεμική περίοδο στο μικρό του νησί και την πέτυχε. Άφησε στην παλιά του θέση τα πράματά του σ’ ένα γνωστό του σπίτι —λίγα έπιπλα, σκεύη της κουζίνας, πιατικά— πήρε τα ρούχα του και κατέβηκε στο νησί… Κατόρθωσε, πουλώντας ό,τι είχε και δεν είχε και με μύριους αγώνες να ζήσει τη γυναίκα και τα τρία παιδάκια του.

Read More »

Στον κάμπο της Ελασσόνας, ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΤΑΓΙΑΣ

 Α’ Βραβείο του β’ Διαγωνισμού της «Εργατικής Εστίας»

Νίκος Μπατάγιας

     Κάτι μέρες, σκοτεινότερες κι από της ασέληνης νύχτας τη μαυρίλα, με ρίξανε άσπλαχνα, πριν από λίγο καιρό, σ’ ένα ξυλουργικό εργοστάσιο της Ελασσόνας —πεντακόσα τόσα χιλιόμετρα από την Αθήνα. Είμαστε κει, τέσσερις Αθηναίοι κι ένας Πειραιώτης, εγώ, πέντε. Χίλιους κιντύνους απαντήσαμε στο ταξίδι μας· παίξαμε τη ζωή μας κορώνα-γράμματα. Μα τι να κάνεις;… Έτσι είναι η ζήση σήμερα: άχαρη, γεμάτη μιζέρια. Και, πολλές φορές, για να μην τήνε στερήσει κανείς, μοιρολατρικά, από τον εαυτό του, αναγκάζεται να βάλει στοίχημα με το Χάρο, αυτόν τον ίδιο τον εαυτό του.
     — Έλα δω, κύριε Χάρε. Στοίχημα θες;… Στοίχημα. Δε χαλάμε χατίρια. Βγάλε το σακάκι σου να παλέψουμε. Όταν θα μου βάλεις πλάτη, θα μου πάρεις τη ζωή. Όταν θα σου βάλω εγώ πλάτη, δεν θα σου πάρω τίποτα. Μου φτάνει η ζωή. Κι αρχίζει το πάλεμα.
     
     Σύριζα στον κάμπο, εκεί, απ’ όπου αρχίζουνε τα σπίτια κι ανεβαίνουνε προς την αγορά του χωριού, είναι το παλιό, μισοερειπωμένο τζαμί, που σήμερα είναι το ξυλουργικό εργοστάσιο.
     Από την ώρα, που ο ξανθός Ήλιος θα προβάλει γελαστός πίσω από τα βουνά της Τσαριτσάνης, μέχρι που η κυρα-Δύση θ’ απλώσει το μαβί μαντί της, οι μηχανές δουλεύουνε ακατάπαυτα. Ο καταρράχτης σχίζει, αργά-αργά και ρυθμικά, τα κούτσουρα —κάτι μεγάλα κούτσουρα, που ένας άνθρωπος να τ’ αγκαλιάσει τα χέρια του δε φτάνουν— και τα βγάζει πλάκες. Από κει περνούν, μία-μία πλάκα, σ’ ένα άλλο μηχάνημα, που όσο απλό είναι τόσο και πολυθόρυβο, που λέγεται δίσκος και που δουλειά του είναι να βγάζει τις «παραφέδες», δηλ. τις άχρηστες φλούδες, από τις πλάκες. Τελευταία, τις άνισες αυτές πλάκες τις παίρνουν οι κορδέλες και κόβουνε σανίδες, καντρόνια και σκουρέτα. Γι’ αυτό, όσο είσαι μέσα στο εργοστάσιο, αισθάνεσαι μια βαριά μυρουδιά ρετσινιού να τρυπώνει στα ρουθούνια σου, τόσο βαριά, που θαρρείς ότι βρίσκεσαι, σ’ ώρα καλοκαιρινού μεσημεριού, μέσα σ’ ένα απέραντο και φουντωμένο δάσος. Όλα αυτά τα είδη ξυλείας βγαίνουν έξω από το πολυθόρυβο εργοστάσιο, στο ύπαιθρο, και γίνουνται ντάνες. Εργάτες ειδικοί, τα παίρνουν και τα ντανιάζουν ανάλογα με τις διαστάσεις των. Όμως είναι δύσκολη δουλειά. Κι αν δεν ήταν ένας επιστάτης να παρακολουθεί τους εργάτες, να μετρά σανίδα τη σανίδα, θα γινόντουσαν λάθη. Σ’ αυτή τη δουλειά βάλανε εμένα, μια που έχω ξαναδουλέψει υπάλληλος σε ξυλουργικό εργοστάσιο και ξέρω να κυβίζω. Γιατί δεν είναι μόνο το επιστατιλίκι. Πρέπει, κατά το γιόμα, να παραδώσεις δελτίο παραγωγής, αναλυτικά, δελτίο εξαγωγής και, τελικά, να κυβίσεις την παραγωγή της μέρας. Και θα θέλατε, βέβαια, να μάθετε πού χρησιμεύει αυτή η ξυλεία. Πού αλλού;… Στην ανοικοδόμηση. Μ’ αυτήν θα φτιαχτούν πενήντα σπίτια, που ύστερα από λίγο καιρό θα στεγάσουν ισάριθμες οικογένειες, που τώρα μένουν στις λάσπες.

Read More »

Ο Φώντας, ΠΕΤΡΟΣ ΛΥΚΑΣ

 Β’ βραβείο του β’ διαγωνισμού της «Εργατικής Εστίας»

     Δουλεύαμε τότες καμιά εικοσαριά παρέα στο «δρόμο», στο Χαρβάτι. Η εταιρεία είχε στήσει ξύλινες παράγκες κι έτσι τη βδομάδα την περνούσαμε εκεί και μόνο το Σαββατοκύριακο μπαίναμε στην Αθήνα.
     Δουλειά σκληρή κι αν λογαριάσεις τη μπιζελόσουπα και την αράπικη κουραμάνα που μας τάιζαν… κατοχή μια φορά.
     Κι ήταν ένας τόπος αλήθεια! Εκεί που ο Υμηττός πέφτει στα πόδια της Πεντέλης. Για να της ψιθυρίσει ερωτόλογα τάχα; Τέτοια ερωτόλογα! Ξεράθηκαν κι αυτά στην εποχή τους. Στεγνά, τραχιά, γυρεύουνε να στολιστούν τον πρασινόμαυρο κυματισμό των πεύκων, να μοσκοβολιστούνε στ’ απαλό των θυμαριών κι αποζητάνε να λουστούν στη δρόσο των πηγών του. Μια ρίζα να ‘τανε κι αυτήν θα του την παίρναν. Είναι βαρύς ο χειμώνας της κατοχής και τα μπιζέλια δυσκολόβραστα που ‘ναι!
     Όμως εκεί στις παράγκες είχαν μείνει όρθια λίγα δέντρα, για να μαρτυρούν πως άλλοτε, σε καλές εποχές, ο τόπος ήταν όμορφος, ντυμένος.
     Τα βράδια μαζευόμασταν στο ταβερνάκι αντίκρυ στο «πόστο μπλόκο» κι εκεί τα πίναμε, τα λέγαμε και ρίχναμε ματιές στη μοναχοκόρη του ταβερνιάρη. Είχε, δεν είχε τα δεκαοχτώ κι ήταν αφράτη και στρουμπουλή, προπολεμική. Κι όλους μας είχε κάψει η αφιλότιμη, η μπιρμιλομάτα, ως κι εμένα που τραβούσα ακόμα τα δεκάξι μου και με φώναζε «νιάνιαρο». Κι όταν τραβούσε το χασάπικο με το Φώντα και βαρούσαμε ‘μείς τα παλαμάκια, κουνιόταν και λυγιόταν και μεράκλωνε, έτσι που άναβε και ξεστηθώνοταν χειμωνιάτικο κι όλοι την κοιτούσαμε και λιώναμε κι έλιωνε κι ο γερο-κάπελας στον πάγκο από παράπονο.
     Ήταν ήσυχος αυτός ο φουκαράς και τον τρέλαινε με τα καπρίτσια και τα καμώματά της. Να της πει όχι; Μ’ αυτός την αγαπούσε. Αχ, κι η μάνα της που πέθανε μικρή! Της έμοιασε της μακαρίτισσας, της έμοιασε. Έτσι άταχτη και καπριτσιόζα ήταν και κείνη. Και του τη σκότωσαν. Γιατί δεν ήθελε ν’ αφήσει τον άντρα της και να φύγει μαζί μ’ εκείνον τον άλλο. Εφτά μαχαιριές για να εκδικηθεί εκείνο το κρινάτο της κορμί που δεν του δίνοταν. Πώς τη θυμάται πετσοκομμένη, τώρα που βλέπει τη μικρή να της μοιάζει. Κι ανατριχιάζει ο γέρος στον πάγκο του άθελα. Περιστέρι μου!

Read More »