ΤΑ ΜΑΡΑΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ, ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

     (Σκίτσο για διήγημα)

     Ι

     Ότι είχε γυρίσει ο Λόχος απ’ το γυμνάσιο…
     Μες στο μουντό και βαρύ σπίτι που προσωρινά ήταν κανωμένο στρατώνας (πέρα, στα Ιππικά, κατά το Πολύγωνο), καθώς έπεφταν τα σκοτάδια του χινοπωρινού δειλινού που όσο πάαινε και φυλλορροούσε, ανακατωμένα σουρσίματα ποδιών, φτυσιές, φαντάροι, όπλα, βλαστήμια, το Σταυρό σου, και πού και πού μίαν αυστηρή τραχεία φωνή λοχία, ένα «σιωπή» ή ένα «ε! σκασμός» να δεσπόζει μες στο πολυτάραχο κι αποκανωμένο ανθρωπομάζωμα.
     Απ’ το πρωί, πηχτά σύγνεφα σκόνης είχαν σκωθεί μπρος στο Πολύγωνο και χορεύανε τρελούς χορούς… Τα βλέπαμε να σεργιανάνε, μουγκά και πελώρια, σα βασιλιάδες, ερχόμενα μακριάθε, απ’ τα Μεσόγεια, Κύριος οίδεν από ποιους κάμπους αττικούς, και να κρυφτούν το γέρμα του ήλιου και τις πορφύρες των βασιλεμάτων με τις βρώμες τους και με τις κιτρινάδες τους.
     Τα μάτια στραβωνόντουσαν, και τα δόντια γιόμιζαν χώματα.
     Είμαστε όλοι κλεισμένοι μες στο λόχο —θαρρώ επιφυλακή— και πηγαινοερχόμαστε άλαλοι κι ανίδεοι από θάλαμο σε θάλαμο, κερδισμένοι από το μυστήριο και τη θλίψη της ώρας, ένα χλωμό κοπάδι φυλακισμένοι, χωρίς αιτία, χωρίς οργή, μελαγχολικοί κι υπάκουοι.
     Ο λοχαγός, σκυφτός απάνου σ’ ένα σωρό αναφορές, υπόγραφε υπομονετικά και σιωπηλά, μες στο σκοτεινιασμένο γραφείο του σιτιστή, ακουμπισμένος απάνου στο πεζούλι του παραθυριού· καμιά φορά έριχνε ένα μακρύ βλέμμα κι επισκοπούσεν όξω, τη θολήν ανεμοζάλη…
     Οι φαντάροι μασούσανε τώρα μια φέτα κουραμάνα, όλοι μαζί, διπλωμένοι μες στη σκιά, απάνου στις κουβέρτες ή όρθιοι στις γωνιές, ή πεσμένοι τ’ ανάσκελα σα συντριμμένοι…
     Εγώ βολτάριζα στη κοριντόρια κι άκουγα το γοερό ούρλιαγμα του ανέμου, διπλοτυλιγμένος στη μαντύα μου, και νοερά παρακολουθώντας ένα σωρόν αλλόκοτες κι άρρωστες σκέψες που μου κυβερνούσαν την ψυχή, σαν ηδονές και σα βραχνάδες.
     Ένας μικρός δεκανέας ήρτε σιμά μου, ψόφιος για κουβέντα· κάτι βαρύ ήταν μες στην ψυχή του κι αυτουνού μα το ’ριχνε στ’ αστεία, και σπασμωδικά γελούσε.
     — Λοιπόν, συνάδελφε, τι χαμπάρια; Πότε θα υπογραφτεί η ειρήνη;
     Ήταν ένα κοντό, μελαχρινό παιδί, μ’ ένα σημάδι στο δεξί μάγουλο, κληρωτός, απ’ τη Σμύρνη. Όταν χαμογελούσε φέγγανε τα δόντια του, άσπρα και πλατιά, σαν κομπολόι από μαργαριτάρια· είχε δεμένο το ένα χέρι με το μαντίλι, δεν ξέρω γιατί…
     Του αποκρίθηκα όσο μπορούσα πιο σύντομα και πάλε αποτραβήχτηκα, ακλουθώντας το νήμα των χαμένων μου ιδεών, και μουρμουρίζοντας ένα ξεχασμένο στίχο του Μαλαρμέ καν του Βεράρεν, δε θυμάμαι πια…

Read More »