Ένα θύμα της Κατοχής, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΣ

Σχέδιο Μάριου Βοτζιά

     Τα πρώτα χρόνια της Κατοχής τα ‘χε βγάλει πέρα χωρίς να πεινάσουν οι δυο τους. Το γραφείο του το ‘χε κλείσει βέβαια από την πρώτη μέρα, δεν είχε νόημα να το κρατάει — αντιπροσωπείες, εισαγωγές μέσα σ’ έναν κόσμο που πεινούσε. Τυχερός όμως — πέτυχε τον Μανούση μέσ’ απάνω στην ώρα που παιδευόταν να σηκώσει την αποθήκη του, τον βοήθησε να κρύψουν τα φάρμακα, τα κρύψαν, τα σφάλισαν, συνεταιρίστηκαν, βάλανε μπροστά να του τα περνάει αυτός λίγα – λίγα στη μαύρη. Δεν πεινάσανε με την Ευρυδίκη του και δεν πρόκειται να πεινάσουν, της είπε, χίλια χρόνια να κρατήσει ο πόλεμος. Ο Μανούσης ξέρει πολύ καλά τη μια γνήσια ταμπλέτα να την κάνει τέσσερις — μα να βγει μονάχος του να πουλήσει δεν γίνεται, πρέπει να κρατήσει το φαρμακείο, τους λογαριασμούς με τους Γερμανούς, τα προσχήματα με τον Ερυθρό Σταυρό, με την καλή κοινωνία του, αξιότιμος κύριος, βλέπεις. Έχει, λοιπόν, την ανάγκη του. Γκρινιάζει, τον αδικεύει, τον κλέβει και τον φοβερίζει κιόλας πως θα σταματήσει, πως φοβάται τάχα — μα κι αυτό δεν γίνεται. Η αχορταγιά του δεν τον αφήνει να σταματήσει. Τον φοβερίζει κάποτε πως θα τον αλλάξει — μα κι αυτό δεν γίνεται. Δεθήκανε πια, έτσι θα πάνε ως το τέλος. Οι δυο τους. Και φυσικά, τον κλέβει κι αυτός — να μπορεί μονάχα.
     Το σωστό, λοιπόν, θα ‘τανε μέσα σε κείνη την κατάσταση που βασίλευε γύρω του να ‘ναι κι ευχαριστημένος και να καθίσει στ’ αυγά του — τον Μανούση, την τσάντα του, το λαδάκι, τα φασολάκια που μάζευαν με τα νοθεμένα φάρμακα, καμιά λιρίτσα από κάποτε. Και δεν ήταν ευχαριστημένος, δεν ήθελε να ‘ναι. Είχε κάνει και πρώτα μερικές προσπάθειες να ξεφύγει απ’ αυτά —δεν κατάφερε τίποτα. Λυπότανε λίγο, μαζευόταν πάλι και παρηγοριότανε με τη σκέψη πως μπορούσε ακόμα να περιμένει. Τώρα πια στον τρίτο χρόνο της Κατοχής , στα ’43, η Ιταλία πεσμένη, οι Γερμανοί ξοφλημένοι κι ας πολεμούσαν ακόμα — δεν βαστούσε να περιμένει κι άλλο. Έβλεπε πως είχε μείνει στο περιθώριο και φοβότανε πως εκεί θα μείνει, με τους δειλούς, τους φουκαράδες, με τον σωρό. Τον βασάνιζε μέρα και νύχτα να συλλογίζεται πως μέσα σ’ αυτή την Αθήνα, γεμάτη τώρα παράνομες οργανώσεις κι Εγγλέζους κατάσκοπους, αίμα πολύ και λίρες πολλές, ηρωικούς τρελούς κι εμπόριο δελτίων, τόσες δυνατότητες, τόσες ευκαιρίες — αυτός πρέπει να γυρίζει ακόμα με την πανάθλια τσάντα του, ιδρώτας πολύς —κι απάτη πολλή— κάποτε τύψεις με τους αρρώστους —δεν είναι γι’ αυτόν, λυγίζει η καρδιά του— συχνά ντροπές και τσακώματα —με τον Μανούση τα αιώνια τραβήγματα, γινήκαν συνήθεια, που σε κλέβει, μονάχα αηδία σου φέρνει, να τον γελάσεις εσύ δεν έχει πια γούστο — όλα φουκαρατζίδικα, ανάξια πράματα…

Read More »

Πελαγινός αέρας, ΝΙΚΟΣ ΣΓΟΥΤΑΣ

     Το σούρουπο κατάπεφτεν αργά με μαλακό απανέμι. Κόκκινες κοντοφωτιές τεζάριζαν απάν’ απ’ το λιμάνι, ανάκατες με κίτρινα και σκουριά χαράκια, φερμένα από τη βράση του μεσημεριού πόπαιρνε να δροσερεύει. Τα νερά σιγοστρούφιζαν άβουα και μερωμένα.
     Ο Πάτροκλος ο Νταριβίρας ούλο και φουμάριζε κατσισμένος α λα τούρκα μπρος στο κλειστό μαγέρικο και θυμήθηκε τον μακαρίτη τον Σεβντά.
     — Ωραίος κόσμος! είπε. Μάγερας, καλοζωισμένος, πολίτης, δυο μέτρα μπόι, σκέτο κρέας και κόκκαλα — να τα τινάξει, μαθέ, απ’ τη πείνα σα σπουργίτης!… Εγώ, μπάρε μ’ ένα έχω να πω: κρίμας το μυαλό τ’ ανθρώπου! Χρόνια και ζαμάνια το παιδεύει, το ταΐζει, το ραχατεύει, ούλα ταύρε, πράματα και θάματα — τι ράδια, τι φάμπρικες, μιλάς εδώ κι ακούς στην άλλη γης, μα ένα μεράδι ψωμοτύρι για τον καθένα μας δεν εύρηκε!
     — Εδώ σε θέλω κάβουρα! έκαμεν ο Μίστος ο Τσαπατσούλης, κρεμνώντας τις μακρές χεράκλες του μονότερες ώσαμε τα γοφιά. Φτάνει και περισσεύει και το ψωμί και το τυρί για ούλους κι άλλους τόσους, αλλά ‘ναι γλέπεις κάτι άλλοι, παραπάνου, της αμάκας, που δεν αφήνουνε, οι φαταούλες, να μασουλίσει η χάρη σου ουδέ κότσι!.. Αν είμαστε στο Τζιμπουχτού θ’ άραζα σ’ ένα δάσο να στομώσει η γούσα μου καρύδα και ζέβρο!…
     Ο Λουκάς ο Ταρακούνας έτριψε τα παραμάσχαλά του πισωπατώντας.

Read More »

Στο Μαρούσι, ΑΛΚΗ ΖΕΗ

Εικονογράφηση ΛΥΔΙΑΣ ΔΡΟΣΟΥ

     Ήτανε καταμεσήμερο. Έκαιγε ο ήλιος ντάλα κι ο Κώστας πότιζε τα δειλινά. Πατούσε ξυπόλητος πάνω στις πλάκες, που ζεματούσαν και πότιζε τα παρτέρια, σύρριζα στα κάγκελα του κήπου.
     — Τι μου ήρθε μεσημεριάτικα να ποτίσω; —αναρωτήθηκε.
     Κοίταξε έξω στον δρόμο και σάστισε. Χιόνι, παγωνιά. Ένας άνθρωπος, με γούνινο καπέλο και χοντρό παλτό, κάπνιζε ξένοιαστα. Κρατούσε με το ένα χέρι το κάγκελο και φορούσε χοντροπλεγμένο μάλλινο γάντι, με ένα δάχτυλο. Θα ‘τανε πολύ νέος κι έμοιαζε του Μπόρια — όπως τον είχε δει, τουλάχιστο, στη φωτογραφία. Όμως ο Κώστας ένιωθε τη δική του την πλάτη να τη ζεματά ο ήλιος, έτσι όπως ήτανε γυμνός από τη μέση και πάνω. Άφησε τον σωλήνα κι έκανε να πάει κοντά στα κάγκελα. Τότε ακούστηκε ένα γκαπ-γκουπ, ύστερα ένα σουρτό ξύσιμο…
     Ο Κώστας πετάχτηκε κι ανακάθισε στο κρεβάτι. Η Ταμάρα ανασάλεψε δίπλα του κι άπλωσε νυσταγμένα το χέρι της, σαν να ‘θελε να τον καθησυχάσει. Το γκαπ-γκουπ συνεχιζόταν από τον δρόμο. Ήταν οι οδοκαθαριστές, που έσπαγαν με λοστούς τον πάγο κι ύστερα τον μάζευαν με τα φτυάρια.
     Αυτό το πρωινό ξύπνημα δεν έλεγε να το συνηθίσει κι ας πέρασαν δυο χρόνια. Όχι γιατί ξυπνούσε απότομα και ταραζόταν η καρδιά του, που τώρα τελευταία δεν πάει τόσο καλά, μα γιατί του ‘κοβε τα πρωινιάτικα όνειρα πάνω στη γλύκα.

Read More »

Το μεγάλο πρωινό του Φώτη Ζαγόρη, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΕΜΕΡΤΖΗΣ

     Ώρες περίμενα κρυμμένος στις καλαμιές να βρω αυτή την ευκαιρία. Μόλις οι εργάτες από τα γύρω χτήματα, τελείωσαν τις δουλειές τους και τράβηξαν για τα σπίτια τους στην πολιτεία, ανέβηκα γρήγορα – γρήγορα στη δημοσιά και μπλέχτηκα ανάμεσά τους!
     Ο Ιταλός φρουρός του πόστο ντι μπλόκο που φτάσαμε, έδειχνε ότι δεν είχε κέφια για υπηρεσία. Ίσως να έφερνε στον νου τις γυναίκες του χωριού του και να μελαγχόλησε. Μαζεύει τεμπέλικα τις ταυτότητες, ανακατεύοντας στο σφύριγμά του και μισόλογα από ένα παραπονιάρικο τραγούδι. Δίνω κι εγώ την πλαστή δική μου και του ρίχνω αδιάφορες τάχα ματιές, παίζοντας μι’ αλυσίδα με κλειδιά. Δεν έχω φόβο. Τα χαρτιά μου είναι τακτοποιημένα, με δικές τους υπογραφές και σφραγίδες! Αυτή η «όμορφη υπόθεση», με διασκεδάζει. Είναι όμως κι ο καραμπινιέρος. Όσο καλύτερα τον προσέχω μου κάνει περισσότερο γούστο. Έχει ένα σπουδαίο ύφος, κάτω από το αλά Ναπολέοντα καπέλο του. Χα, χα! Πώς μου ήρθε στον νου; Η μεγαλύτερη στεναχώρια για τους φασίστες είναι το ότι δεν έγινε ο Ναπολέων δικός τους αυτοκράτορας, αν και είχε και δική τους φλέβα. Ποιος τους έπιανε τους Ιταλιάνους ύστερα!
     Το δειλινό με μαγεύει. Ο ήλιος έχει πέσει χαμηλά, μακραίνοντας ατέλειωτα τους ίσκιους. Η γη μοσχοβολάει ύστερα από τη βροχή του μεσημεριού. Όταν ήταν ειρήνη, ανέβαινα στο βενετσιάνικο κάστρο του χωριού μου κι έβλεπα τον ήλιο να βασιλεύει πέρ’ από τον κάμπο με τ’ αμπέλια και τις ελιές, σε μια γραμμή θάλασσα. Τότε ο ουρανός γέμιζε πετροχελίδονα…

Read More »

Οι άλλοι άγιοι, ΑΛΕΞΗΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ

     Εμείς περιμέναμε νυσταγμένοι, ο μικρός κουτούλαγε κι έκλαιγε μες στο μισοΰπνι του. Μας μοίραζε το ψωμί σιωπηλά με κείνες τις τρυφερές της κινήσεις, ο παππούς πάντα του άπλωνε τη φούχτα κάτω απ’ τα γένια του μην πέσουν τα ψίχουλα κι αμαρτήσει.
     Από δίπλα εκείνος αναστέναζε άγρια, οι πόνοι τον λιάνιζαν, κάθε τόσο κι έβγαζε φωνή:
     — Εχ Γεωργίααα! Καίγουμαι! Νερό!
     Η μάνα έμενε στο κρεβάτι του ως αργά, κάθουνταν άκρη – άκρη και του ‘βρεχε τις πληγές, ούτε μίλαγε.
     Ακούγαμε τον πατέρα που θύμωνε, άρχιζε πάλι να βλαστημάει με λύσσα και να καταριέται Αλβανία, πολέμους, στρατηγούς, προδότες, νοσοκομεία.
     — Αχ Γεωργία! Έτσι, έτσι σας λέω μας πέταξαν.
     Έγραφε με το μπράτσο του μιαν εκφραστική χειρονομία, ανασηκωνόταν ερεθισμένος, ο ιδρώτας πετάγουνταν χοντρά σπυριά.
     — Έτσι σας λέω. Πάτε από δω, τα νοσοκομεία χρειάζουνται για μας!

Read More »

Το σύννεφο, ΜΗΤΣΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ

     Όπως ήταν καθισμένος πίσω του έβλεπε ότι αυτός φορούσε καλή ρεπούμπλικα και ότι οι πλάτες του είναι γερές, καλοταϊσμένες. Μα και το κουστούμι καινούργιο φαινόταν κι εκείνο. «Ευκατάσταστος άνθρωπος» — σκέφτηκε.
     Ως τα τότε δεν τον είχε προσέξει. Τον πήρε ξαφνικά το βλέμμα του σα να είχε ξεφυτρώσει εκείνη τη στιγμή στο μπροστινό κάθισμα. Κάτι περίεργα αισθήματα του έφερνε η γερή κοψιά αυτού του ανθρώπου — κακά αισθήματα και απορούσε κι ο ίδιος. Του έφταιξε αυτός σε τίποτα; Σε τίποτα δεν του είχε φταίξει, ούτε τον γνώριζε, ούτε τον είδε άλλη φορά. Έστεκαν εδώ και λίγα λεπτά μαζί στο πεζοδρόμιο και περίμεναν το τραμ. Αλλά ούτε είχε προσέξει διόλου ότι στέκει κι αυτός και περιμένει. Κατόπιν ανεβήκαν στο τραμ· ούτε και τότε σημείωσε την παρουσία του.
     Όταν έφτανε το τραμ, πέρασε από πάνω και το σύννεφο κι άρχισε η βροχή. Χοντρές – χοντρές σταλαματιές, ένα κορόμηλο η κάθε μία. Πέφτουν κάτω στην άσφαλτο κι από την άσφαλτο ανεβαίνει η σκόνη και η μυρουδιά της. Μια στυφή, ζεστούτσικη μυρουδιά μέσα από τις χοντρές σταγόνες — έτσι μυρίζει εδώ στην πόλη το φθινόπωρο. Ο δρόμος σκοτείνιασε αμέσως. Από τη μεριά της πλατείας κατέβηκε ένας αέρας, η βροχή δυνάμωσε.
     Έφτασε ευτυχώς το τραμ.
     Κάτι σταγόνες τον είχαν πάρει· μουσκέψαν αμέσως το καψοπουκάμισο και τώρα κατέβαιναν κρύες – κρύες στη ραχοκοκαλιά. Αυτό το σύννεφο, ο δρόμος που σκοτείνιασε, ο ξαφνικός αέρας, το ψυχρό νερό που μούσκευε ως κάτω την πλάτη — όλα του προμηνούσαν αυτά που προμηνάν στους φτωχούς τα πρωτοβρόχια. Δεν τον πρόσεξε λοιπόν γιατί σκεφτόταν αυτά τα πράγματα.
     Πρέπει δίχως άλλο να φροντίσει να βρει ένα καλύτερο μέρος τέτοιος καλός τεχνίτης που είναι κι αυτός, ν’ αυξηθεί λίγο ο μισθός. Αλλιώτικα πώς να βγει πέρα! Αν μείνει εκεί που είναι, ελπίδα δεν υπάρχει για μια καλυτέρεψη — αυτό είναι τελειωμένο ζήτημα. Τα έχουν πει με το αφεντικό αρκετές φορές, εκείνος βάζει κάτω τα χαρτιά και αρχίζει — μπορεί ο άνθρωπος να ‘χει και δίκιο. Τόση η αξία των εργαλείων, τόσα τα υπόλοιπα έξοδα: σαπούνια, πλυσίματα, ο φωτισμός, το νοίκι, κολόνιες… Έπειτα τόσα παίρνεις εσύ, να τι μένουν και σε μένα. Αυτός του λέει ότι δεν βγαίνει όμως πέρα με ό,τι του δίνει, πρέπει να σκεφτούν και τα παιδιά του.

     — Εμ και τα δικά μου, — λέει ο άλλος, — να μην τα σκεφτώ κι εγώ; Πώς το θέλεις;
     Όταν φτάνουν σ’ αυτά δεν λένε πια τίποτα άλλο.
     Μπα, πρέπει να κοιτάξει να οικονομηθεί αλλιώς, να βρει κανά μαγαζάκι, γιατί είναι πολύ άσχημα έτσι… Σκέφτεται τη μεγάλη κόρη που δεν έχει τώρα παπουτσάκια, τη γυναίκα με το μωρό, το μωρό που έχει ανάγκη από καλή τροφή, από ζεστά ρουχαλάκια. Αυτό χρειάζεται και χυμούς φρούτων, του λένε, να μην πάθει ραχίτιδα. Σκέφτεται και τη δική του κατάσταση, ότι δεν έχει κι αυτός παλτό — όλα αυτά σκέφτεται κι εκεί απάνω κάνει μία έτσι και τότε τον πρόσεξε.
     Ο σβέρκος του ήταν που έκανε και τον πρόσεξε. Οι άνθρωποι του σιναφιού έχουν ιδιαίτερα πάρε – δώσε με το μέρος αυτό. Ο σβέρκος είναι γι’ αυτούς ό,τι περίπου και το πρόσωπο. Όταν μιλάν με τον πελάτη, τις περισσότερες φορές κοιτάν εκεί. Μια ματιά άμα ρίξουν, ξέρουν κατόπιν τι είναι περίπου ο πελάτης που κάθισε στο κάθισμα.
     …Αυτός που κάθεται τώρα στο μπροστινό κάθισμα είναι λοιπόν χορτάτος άνθρωπος. Ευκατάστατος, που φορά και καλό κουστούμι και θα ‘χει και παλτό στο σπίτι. Σιγουρεμένος νοικοκύρης. Πάει τώρα στο σπίτι και θα κρατάει κανένα πλεμάτι φουσκωτό. Με κρέας μέσα, πατάτες, το ρυζάκι, τα φρούτα, τα καινούργια παπούτσια για τη μεγάλη κόρη, τους χυμούς για το άλλο… Και πώς τα κρατάει όλα; — θα πεις. Τα κρατάει, που έχει το θηρίο ανάγκη!
     Οι ξένες πλάτες χοροπηδάν. Εκεί απάνω τον έχουν πάρει μερικές σταγόνες, αλλά το γερό ύφασμα ούτε υποψιάζεται τίποτα. Στέκουν οι σταγόνες εκεί ολοστρόγγυλες σα να πάγωσαν, δεν μπορούν να περάσουν κάτω. Κοιτάζει και τη ρεμπούμπλικα που την πήρε κι αυτή λίγο η βροχή, το καινούργιο κουστούμι αυτού του ευτυχισμένου ανθρώπου που δεν σκέφτεται τον χειμώνα που έρχεται, τα κοιτάζει αυτά και καταλαβαίνει ότι σιγά – σιγά κάτι κινιέται μέσα του και γίνεται ο νους του σκοτεινός, όπως ο δρόμος κάτω από το σύννεφο.
     Τότε γύρισε ο άνθρωπος και τον ρώτησε ευγενικότατα:
     — Είναι, κύριε, μακριά η οδός Ολυμπίων από τη στάση;
     Του απάντησε θυμωμένος όπως ήταν:
     — Δεν την ξέρω! — και κοίταξε αλλού.
     Ενώ την ξέρει βέβαια. Εκεί ζει κι αυτός, στην οδό Ολυμπίων.
     Η γυναίκα που καθόταν δίπλα, γύρισε αμέσως και τον πληροφόρησε πού πέφτει η οδός Ολυμπίων. Θα πάτε εκεί, εξηγούσε, θα κάνετε έτσι, θα κάνετε αλλιώς — όλες τις λεπτομέρειες. «Ορίστε τώρα κι αυτή!» — μία αντιπάθεια αισθάνθηκε και για την καλή γυναίκα.
     Έφτασε το τραμ στη στάση, κατεβήκαν. Έβρεχε ακόμη, δεν είχε περάσει το σύννεφο. Έτρεξαν να τρυπώσουν στο καφενείο. Μπροστά πάει πάλι αυτός. Τακ – τουκ! τα στέρεα τακούνια πάνω στην άσφαλτο. Κοίταξε να δει: είχε πλεμάτι; Δεν είχε.
     Στην είσοδο του καφενείου ήταν κι άλλοι. Στριμωχτήκαν γερά.
     …Στέκουν και περιμένουν πότε θα περάσει η βροχή. Επιμένει όμως να βρέχει, το ρίχνει με το κανάτι, όπως γίνεται συχνά εδώ κάτω με τα πρωτοβρόχια.
     Κάποιον έχουν στριμώξει οι άλλοι στον τοίχο και πάει ο άνθρωπος να σκάσει. Είναι ένας με μια κόκκινη φαλάκρα και στριφογυρίζει να λασκάρει. Πλάι σε κείνον έχει σταθεί και ο άλλος από το τραμ. Και αυτόν, καθώς γύρισε να λευτερωθεί, τον πάτησε φαίνεται ο φαλακρός και τώρα του ζητάει συγγνώμη.
     — Τι; — του είπε αυτός.
     — Το πόδι σας! — του λέει ο φαλακρός κύριος.
     — Α!… Τίποτα, τίποτα… Δεν το νιώθω!
     — Πώς;
     — Δεν το νιώθω! — του λέει πάλι.
     — Ω… Συγγνώμη!…
     Ο φαλακρός παραμέρισε. Παραμέρισαν και οι άλλοι. Μερικοί για να μην τον στενοχωρούν. Μερικοί κι από περιέργεια.
     — Μα καθόλου; — ρώτησε δειλά κάποιος.
     — Να!
     Έσκυψε λιγάκι και χτύπησε με το δάχτυλο κάτω από το γόνατο. «Ντουκ! Ντουκ!».
     — Δεν διακρίνεται όμως διόλου! — είπε μία γυναίκα.
     Αυτό του έκανε κάποια ευχαρίστηση.
     — Είκοσι χρόνια το κουβαλάω, — είπε. Όσο να ‘ναι συνηθίζεις.
     — Στον πόλεμο; — κάποιος ρώτησε.
     — Το χίλια εννιακόσια σαράντα τρία! — του απάντησε. Στα ανταρτικά της Ρούμελης!
     ……………………………………………………
     Όσοι ήταν κοντά στην πόρτα άρχισαν να βγαίνουν.
     — Σταμάτησε; — ρωτούσαν από το βάθος.
     — Μάλλον.
     — Ε, τι θα ‘κανε; Σύννεφο ήταν, πέρασε…
     Αυτός φρόντισε και βγήκαν μαζί.
     — Αποδώ, του είπε, — θα πάτε για την οδό Ολυμπίων.
     — Σας ευχαριστώ!
     — Μαζί θα πάμε.
     Και πηγαίναν πλάι – πλάι. Τώρα το άκουγε καλά που χτυπούσε στη φρεσκοπλυμένη άσφαλτο: ντουκ-ντουκ!
     — Έφθασε το φθινόπωρο! — είπε ο κουρέας.
     — Ο καιρός του είναι.
     — Καθόλου δεν μ’ αρέσουν οι βροχές.
     — Εσείς εδώ κάτω δεν υποφέρετε και τόσο από δαύτες. Όσο να πει να βρέξει το μετανογάει. Εμάς να ρωτάτε τι τραβάμε, οι ορεινοί.
     — Α, καταλαβαίνω. Εκεί θα ‘χετε βροχές…
     — Πολλές βροχές.
     Όταν γίνεται η κουβέντα δεν ακούγεται και πολύ αυτό το χτύπημα. Γι’ αυτό ήθελε να τον κουβεντιάζει.
     — Και τώρα με τίποτα δουλειές θα ‘χετε έρθει στην Αθήνα.
     — Μπα, τι δουλειές; Στους γιατρούς τρέχω.
     — Με το τραύμα τίποτα.
     — Με αυτό.
     — Και τι παρουσιάζει τώρα το τραύμα;
     — Έχει συρίγγιο.
     — Α…
     — Και τρέχω στους γιατρούς. Μου έχουν τώρα συστήσει έναν εδώ στην Αθήνα κι αυτός μένει στην οδό αυτή. Λένε ότι είναι καλός γιατρός. Ευθυμίου τον λένε.
     — Τον έχω ακουστά.
     — Είναι καλός γιατρός;
     — Έτσι λένε.
     Προσπεράσαν το δικό του σπίτι, αλλά δεν τον αποχαιρέτησε. Τον πήγε ως του γιατρού.
     — Αυτό είναι!
     — Ευχαριστώ.
     — Σταθείτε μια στιγμή να βεβαιωθούμε!
     Έτρεξε στην πόρτα και διάβασε την πινακίδα του γιατρού. Χτύπησε και το κουδούνι.
     — Εδώ, εδώ είναι.
     — Σας ευχαριστώ πολύ!
     Του έδωσε το χέρι.
     — Σας εύχομαι περαστικά… Είναι καλός γιατρός αυτός.
     — Έτσι μου είπαν.
     — Ναι, ναι!
     Και δεν έφυγε. Περίμενε όσο να του ανοίξουν.
     Τότε αποχαιρετιστήκαν άλλη μια φορά:
     — Αντίο, αγαπητέ μου!
     — Περαστικά…

Εικονογράφηση: ΒΑΣΩ ΚΑΤΡΑΚΗ

     Σχόλιο της κριτικής επιτροπής:
     Το «Σύννεφο» είναι μορφικά άρτιο με εξαίρετη ψυχολογική επεξεργασία του θέματός του και με λιτότητα αξιοσημείωτη. Εισάγει το θέμα της Αντίστασης κατά τον πιο έντεχνο τρόπο, και κυρίως, σφυρηλατεί γύρω από τον αντιστασιακό αγώνα την ομοψυχία των ανθρώπων κατά τρόπο επιβλητικό και αισθητικά δικαιωμένο.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 99, Μάρτιος 1963.
Αναπροσαρμόσθηκε η ορθογραφία και χρησιμοποιήθηκε το μονοτονικό.

Για τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο μπορείτε να δείτε στο βιβλιοnet

Αρβυλάκια και γόβες, ΑΛΚΗΣ ΖΕΗ

Εικονογράφηση Γιώργου Βαλσαμή

     Στην αρχή δεν τον γνώρισε, παρόλο που η φωνή του αντηχούσε το ίδιο χαρούμενη και ζεστή.
     — Είμαι ο Νίκος.
     — Ποιος Νίκος;
     — Ο Γρηγόρης!
     Τότε κατάλαβε η Λία και ξαφνιάστηκε. Πού τη θυμήθηκε τώρα δα ο Γρηγόρης!… Της μιλούσε αργά – αργά, τονίζοντας τις λέξεις, όπως έκανε και τότε…
     — Η ιδέα ήτανε της Μαρίας, εξηγεί εκείνος, να μαζευτούμε σπίτι της όλη η παλιά συντροφιά… Κλείνουν είκοσι χρόνια.
     Ύστερα η φωνή του γίνεται πιο βαθιά:
     — Όσοι μείναμε.
     — Θα προσπαθήσω, είπε μόνο η Λία.
     Από την άλλη μεριά έφτασε σίγουρη η φωνή:
     — Σε περιμένουμε λοιπόν.

Read More »

Η Εταιρία Ελλήνων λογοτεχνών και ο εθνικός αγώνας, ΖΗΣΗΣ ΣΚΑΡΟΣ

     Η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών, που ιδρύθηκε το 1934, με πρώτο Πρόεδρό της τον Γρηγόριο Ξενόπουλο και σκοπό της προκοπή της νεοελληνικής γραμματείας, την αναγνώριση των νομίμων δικαιωμάτων των λογοτεχνών και την καθιέρωση της κοινωνικής κι εθνικής αποστολής τους, δεν ήταν δυνατό να μείνει αδιάφορη στις κρίσιμες στιγμές που πέρασε η χώρα μας κατά τη διάρκεια της φασιστικής κατοχής.
     Αμέσως μετά τη δολοφονική επίθεση του Μουσολίνι, συνήλθε στις 30)10)40 το Διοικητικό Συμβούλιο και ύστερα από εισήγηση του τότε προέδρου της Μιχ. Αργυρόπουλου, πήρε απόφαση να γίνει διαμαρτυρία και έκκληση στους ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών, να δοθεί απ’ το υπόλοιπο των 20.000 δρχ. που είχε να λαβαίνει η Εταιρία από τον Δήμο ποσό 10.000 δρχ. για τις ανάγκες της πατρίδας, να γίνει για τον ίδιο σκοπό συμβολική προσφορά των μελών της και να συγκεντρωθούν όσα περισσότερα βιβλία μπορούσε να δώσει ο καθένας, για να σταλούν στο μέτωπο ή τα νοσοκομεία «για την αναψυχή των αδελφών μας αγωνιστών».
     Λίγες μέρες αργότερα οργανώθηκε φιλολογικό μνημόσυνο για τον Λορέντζο Μαβίλη, στην επέτειο του θανάτου του (29-11-40) όπου εκφωνήθηκαν πατριωτικοί λόγοι κι απαγγέλθηκαν ποιήματα. Το μνημόσυνο αυτό έγινε απαρχή μιας σειράς άλλων διαλέξεων με πατριωτικό περιεχόμενο κάτω απ’ το γενικό τίτλο «Εθνικές ομιλίες της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών».

Read More »

Οι συγγραφείς στην Αντίσταση, ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ

     Είναι προς τιμή της ελληνικής διανόησης πως σύσσωμη πήρε κατά την ιταλογερμανική κατοχή εχθρική στάση απέναντι στους εισβολείς.
     Κι είναι προς τιμή της, πως από τους κόλπους των λογοτεχνών δεν βγήκε μήτε φανερός μήτε κρυφός προδότης.
     Κι είναι προς τιμή του σώματος, πως κανένας δεν πιάστηκε και δεν καταδιώχτηκε από προσδοσιά συναδέλφου. Όσοι πιάστηκαν ή μόνο κυνηγήθηκαν, ή και εκτελέστηκαν —που δεν είναι λίγοι— υπήρξαν στη μεγάλη τους πλειοψηφία θύματα της μαθήτρας του χιτλερισμού μεταξικής θεομηνίας. Οι κληρονόμοι του δικτάτορα, υποδεχόμενοι τον συνέταιρο και φίλος τους χιτλερικό, του πρόσφεραν μαζί με τα καλωσορίσματα και μια τεράστια πολύτιμη ανθοδέσμη από σάρκες και οστά χιλίων οκτακοσίων πατριωτών. Τους κρατούσαν ακριβοφυλαγμένους στα κρατητήρια. Τα κλειδιά των κρατητηρίων ήταν η πρώτη δωρεά που κάμανε στους εισβολείς. Κι άλλες ανθοδέσμες του πρόσφεραν σε έγγραφους καταλόγους. Φυσικά άνθη και χάρτινα άνθη.

Read More »