Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς, τεύχος 169, 23 του Οχτώβρη 1905
Βγήκε από τη φυλακή ύστερις από δέκα χρόνια. Σκέφτηκε τότες τι να κάνει για να ζήσει τη φαμίλια του. Έτσι άνοιξε το μικρό μαγαζάκι στη μέση του μεγάλου δρόμου. Έδινε κρασί, λουκούμι, μαστίχα στους ταξιδιώτες που βρίσκανε τώρα με χαρά τους ένα μέρος να ξαποστάσουνε, κάτι να δροσιστούνε. Ένα χάνι που δεν το είχε κανείς πρωτύτερα συλλογιστεί.
Κάτασπρος, ατέλειωτος, θλιβερός απλωνότανε ο δρόμος με τις θεόρατες λεύκες που γέρνανε τις κορφές τωνε σαν πικραμένες. Μέσα στο μεσημεριανό λιοπύρι ο αέρας λαφροκινάει τα φύλλα τ’ ασημένια που χύνουν το νταντελένιο ίσκιο τους απάνου στο παχύ χώμα του δρόμου αλεσμένο από των κάρωνε τις ρόδες. Κάμποσες κότες σκαλίζουνε χαρούμενες με τα πόδια τους τις κοπριές των αλόγωνε. Ένα βόδι αργομασάει τον σανό του ξαπλωμένο στο διπλανό χωράφι, αγκάθια γιομάτο. Ένα κάρο φορτωμένο ως εκεί πάνω σανό περνάει και στη κορφή των δεμάτωνε ξαπλωμένος ο αγωγιάτης μουρμουρίζει κάποιο τραγούδι, ενώ ο ιδρώτας στάζει διαμάντια στο κούτελό του. Τον χειμώνα κολλάνε οι ρόδες στις λάσπες κι ο χατζής τρέχει πολλές φορές για να δώσει ένα χέρι στον αγωγιάτη που ξεθυμαίνει τη φούρκα του στου αλόγου τη ράχη.
Και ψευτοζούσε.