ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΖΟΥΓΡΑΦΙΕΣ
Όταν εδώ και λίγα χρόνια, δημοσιευότανε στον «Νουμά», η «Άρρωστη Δούλα» του Ψυχάρη, μερικοί από τους δημοτικιστές λογοτέχνες διαμαρτυρηθήκανε, σε κουβέντες τους, για το έργο που με το μάκρος του και μετά τόσα ψιλολογήματα στα γεγονότα, σα να καταντούσε κάπως βαρετό και υπερτροφικό. Θυμούμαι ακόμα την απάντηση, που έδωσα τότε σ’ ένα φίλο. «Κατηγορούνε το ρομάντζο» του είπα «πως είναι μακρύ και πως ο συγγραφέας του επιμένει σε καθέκαστα κουραστικά στο ξετύλιμά τους. Δεν έχουνε διόλου δίκιο. Τέτοιο είναι το είδος της τέχνης του έργου. Ο Ψυχάρης με την πλατιά του δήγηση, με την τέτοια του, ας την πούμε, φλυαρία, συνθέτει έργο μοναδικό, γιατί καθρεφτίζει ατόφια τη ζωή, όπως περνά μπρος από τα μάτια μας, τόσο με τα αιστήματα, τα πάθη, τις εσωτερικότητες, όσο και με τα εξωτερικά φανερώματα, με το αδιάκοπο πέρασμα τόσες φορές της μέρας και της νύχτας, που κάθε ώρα τους, κάθε στιγμή, κλείνουν μια γραμμή, που βαραίνει κι αυτή, σαν όλες, στο ξετύλιμα του μύθου του έργου». Μιλώντας έτσι, βέβαια πως είχα υπόψη μου την αξία ενός τεχνίτη, σαν τον Ψυχάρη. Φυσικά άλλος ο λόγος, αν όλα τούτα τα στοιχεία, στα χέρια ενός αδέξιου ζουγράφου της ζωής, ξεπέφτουνε σ’ ευκολόσβηστα θεματογραφήματα.
Με την αξία ενός Ψυχάρη, πρέπει να κρίνουμε και τώρα, το καινούργιο του έργο. Όχι πως η «Αγνή» έχει τα ίδια συστατικά στη σύνθεσή της με την «Άρρωστη Δούλα», μα σαν παιδί του ίδιου πατέρα, έχει τα θεμελιακά της χαραχτηριστικά. Όσοι ζητούνε γοργή και πλούσια δράση στα μυθιστορήματα του Ψυχάρη δν θα βρούνε. Δεν πασκίζει ο συγγραφέας, να μας δηγηθή καταπληχτικά εξωτερικά γεγονότα, περίεργα και περίφημα. Ήρεμα κι αργά, με την αφήγηση τη γλυκιά, τη στοχαστική, που τραβά και δένει τη σκέψη και το αίστημα, έρχεται και ξεδιπλώνει τα ιστορικά του. Στέκει, ψάχνει τριγύρω του, βλέπει όλες τις μεριές, φιλοσοφεί, ειρωνεύεται, γελά ή κλαίει, και κατόπι προχωρεί. Σου ξεψαχνίζει τον άνθρωπο, σου ξελαμπικάρει τον νου του και την καρδιά του, μ’ ένα λόγο σου τονέ ψυχολογεί με τέτοιο βάθος, με τέτοια μαστοριά, με τέτοια φινέτσα, που κάθεσαι ώρες και συ να ονειροπλέξεις σιμά του. Καταφέρνει έτσι να παρουσιάσει τα πρόσωπα ζωντανότερα και αληθινότερα. Τα πλησιάζουμε και τα γνωρίζουμε από κοντά. Τους μιλούμε και μας μιλούνε. Γίνουνται φίλοι και δικοί μας. Ξέρουμε τα μυστικά τους, τον τρόπο της σκέψης τους, το μέσο στο αντίκρισμα του εξωτερικού κόσμου. Τ’ αγαπούμε τα πρόσωπα του ρομάντζου, γιατί τα είδαμε σε όλες τις στιγμές της ζωής τους, και μοναχά τους, με τη σκέψη τους και με τον εαυτό τους, και μαζί με άλλους, μέσα στους τύπους και στις συνθήκες της κοινωνίας, κι ακόμα στη σύγκρουσή τους με τα λογής αιστήματα, μέσα στον πόλεμο τον άγριο, παλεύοντας με τη Μοίρα, με τον οχτρό τον ακατανίκητο, που κανένας δεν μπορεί να του αντισταθεί.