ΑΚΟΜΑ;, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Μ. ΘΕΟΤΟΚΗΣ

Εγεννήθη εν Κερκύρα τον Μάϊον του 1872. Εσπούδασεν ανώτερα φιλολογικά μαθήματα εν Παρισίοις και Γερμανία. Εξεπόνησε τα μυθιστορήματα: «Πάθος», και «Η τιμή και το χρήμα» και το εκτενές διήγημα «Ο Κατάδικος» (1919). Επίσης μεταφράσεις των «Γεωργικών» του Βιργιλίου και του ινδικού δράμα­τος «Σακούνταλα», ως και του «Οθέλλου» και της «Τρικυμίας» του Σαίξπηρ, και του «Ερμάνος και Δωροθέα» του Γκαίτε. Εφιλοτέχνησε σειράν διηγημάτων εμ­πνευσμένων από την εν Κερκύρα αγροτικήν ζωήν, ως τα «Ακόμα;», «Αμάρτησε;», τον «Κάιν» και άλλα. Έχει ανέκδοτον μελέτην «De rerum Natura» του Λουκρητίου, ως και ετέραν «Περί Ινδολογίας». Επίσης σειράν διηγημάτων ηντλημένων εκ του αρχαίου ελληνικού βίου, την «Ζωήν και τον Θάνατον του Καραβέλλα» (1920), ως και δύο μυθιστορήματα αρχαίας υπο­θέσεως: τον «Απελλήν» και τον «Λυκόφρονα».

Το βιογραφικό από το βιβλίο

Το διήγημα που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο βιβλίο το Ελληνικόν Διήγημα ήτοι Απάνθισμα Εκλεκτών Διηγημάτων της Νεολληνικής Λογοτεχνίας. Δες εδώ


     ΤΟ λητρουβιό άλεθε. Δυο φωτιές μαύρες εφέγγαν αδύνατα στην καπνούρα που ανάδινε η στια. Το λιθάρι έτριζε, η ζιφταριά1 εσούρωνε λάδι. Τρεις από τους συντρόφους εδούλευαν, δύο άλλοι εκοιμόνταν κατά γης απάνου στα λιόστα2. Ήταν μεσάνυ­κτα και κρύο.
     Η πόρτα άνοιξε. Ένας κυνηγός εμπήκε με τα σκυλιά του, άντρας ως σαράντα χρονών, μεγάλος με αντρίκια αλλά ήμερην όψη, και που εφορούσε φέσι και σεγκούνι3 και πλατοβράκι4. Εφαινότουν ταραγμένος.
     «Καλησπέρα Θοδόση»· του είπαν· «εβάρεσες κουνάδια5
     «Καλησπέρα» αποκρίθηκε· «πού είναι ο Κούρκουπος;»
     «Αυτού πέρα κοιμάται» έκανε ένας από τους δουλεφτάδες, άντρας μισόκοπος και που ήταν, καθώς λέγαν, του λητρουβιού ο καραβοκύρης. Κι επρόσθεσε: «Κούρκουπε, ξύπνα. Ο ξάδερφός σου.
     Αλλά ο Κούρκουπος δεν εξυπνούσε· είχε βαρύν ύπνο· και ο Θοδόσης επήγε σιμά του και τον εσκούντησε με το πόδι.
     «Τι είναι· έκαμε μισοκοιμισμένος· «τώρα, τώρα επλάγιασα. Ήρθε κι όλας το αλλάγι6 μου;»
     «Ξύπνα· η γυναίκα σου σε θέλει. Ήμουν για κουνάδια και την είδα».
     Ο Κούρκουπος εσηκώθηκε αμέσως ανήσυχος. Ήτουν νέος ως εικοσιπέντε χρονών· όμορφος όχι, μα το ανάβλεμμά7 του έδειχνε πολλήν καλοσύνη. Κι αυτός ήτουν χωριάτικα ντυμένος, λιγδερός από τα λάδια, και με κορμί μαζωμένο λίγο από την άκο­πη εργασία.
     Οι δυο άντρες εβγήκαν αντάμα. Το χωριό εκοιμότουν. Η αστροφεγγιά εφώτιζε το δρόμο. Κάπου κάπου σκύλος τους αλυχτούσε.
     «Τι τρέχει;» ερώτησε ο Κούρκουπος σκιασμένος.
     Ο άλλος δεν απολογήθη. Σιωπηλά εφτάσαν βιαστικοί στη γειτονιά τους Ο Κούρκουπσς έτρεξε στο σπίτι του, αλλά εβρήκε την πόρτα μανταλωμένην απ’ όξω.
     «Πού είναι;» ερώτησε ντροπιασμένος.
     «Πέρα στους Έρμονες» του απάντησε ο Θοδόσης· και χωρίς άλλο λόγο εκίνησε προς τον κατήφορο. Ο άλλος ακολούθησε· κρύος ίδρος επερίχυνε τα μέλη του οι πλάτες του επαγώναν είχε χάσει, την ομιλιά του.
     Εκατεβήκαν στο στενό μονοπάτι προς τη θάλασσα. Ο τόπος ήτουν έρημος. Τα βουνά ορθωμένα, ανακατωμένα και απόγκρεμα εφαίνονταν την ώρα εκείνη μαύρα· το νερό του τράφου8 έβραζε με τις πέτρες. Στο τρίστρατο του φουρκισμένου εσταθήκαν κι εκρυφτήκαν πίσω από ένα βράχο. Ο Κούρκουπος εκάθισε γιατί τα γόνατά του ετρέμαν, ο άλλος τον κοίταξε ζητώντας να μαντέψει την όψη του στο σκοτάδι. Ανάμειναν κι αφοκραζόνταν.
     Οι φτερωτές των μύλων εγύριζαν άκοπα κι έφταναν στ’ αυτιά τους τα τραγούδια των μυλωνάδων, μαζί με τη βοή του νερού και με τα λαλήματα τα πρώτα του κόσμου.
     Ξάφνως οι σκύλοι εμούγκρισαν, αλλά ο Θοδόσης τους ησύχα­σε μ’ ένα νόημα κι εμουρμούρισε: ― «Νάτην. Πάρε». Και του έβαλε το καρυοφύλλι στο χέρι.
     Ένας ίσκιος τους επλησίαζε αναβαίνοντας το ρόβολο9. Μηχα­νικά ο Κούρκουπος επήρε το ντουφέκι και εσήκωσε το λύκο. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα απάνου στον άνθρωπο, που τώρα εδιάβαινε βιαστικά σιμά τους. Οι σκύλοι δεν εσάλεψαν. Κι ο Κούρ­κουπος αναστέναξε βαθιά κι είπε αλαφρωμένος πιθώνοντας το όπλο.
     «Είναι άντρας».
     «Είναι αντρίκια ντυμένη· οι σκύλοι την εγνώρισαν. Χτύπα».
     Δεν υπάκουσε, γιατί δεν ήθελε να πιστέψει.
     «Είναι αντρίκια ντυμένη» του ματάειπε ανυπόμονα. «Την είδα να κατεβαίνει».
     Και με τα λόγια τούτα του απόσβησε κάθε ελπίδα. Ο Κούρκουπος εκατάλαβε μέσα του, πως μελλάμενο του ήτουν να γένει φονιάς· και η σκέψη τούτη ήταν τρομερή τόσο για τον καλόν άνθρωπο που ενικούσε και την οργή και τη θλίψη του.
     Εκείνη ως τόσο εμάκραινε κι ήτουν έτοιμη να πάρει το γύ­ρισμα του δρόμου.
     «Τι προσμένεις; Μας έφυγε. Αυτή είναι», του ‘πε με βραχνή φωνή ο Θοδόσης· «μας εντροπιάσατε». Κι έκαμε να του αρπά­ξει το ντουφέκι.
     «Εσύ δε θα τη σκοτώσεις!» Κι εφώναξε αποφασισμένος· «Γυναίκα, στάσου· ειδεμή…»
     Μα εκείνη εβάλθη να τρέχει όσο εδύνοτουν, και μία στιγμή την έχασαν από μπρος τους.
     «Είδες, είδες· φεύγει η άτιμη» είπε ο Θοδόσης. Κι εριχτήκαν με μιας και οι δύο κατόπι της, και οι σκύλοι την εκυνήγησαν αλυχτώντας.
     Αφού επροσπέρασαν το γύρισμα, την είδαν πάλι σιμά τους. Κι ο Κούρκουπος οργισμένος τώρα της εφώναξε· «Στάσου, στάσου», ενώ ο άλλος του ‘λεγε* ― «Τράβα της· τέλειωνε!»
     Μα ο Κούρκουπος δεν άκουε τίποτις· ήθελε τώρα να μάθει, τη ντροπή του από το στόμα της· και, χωρίς να σταθούν, την εξάτρεξε ολόγυρα και την επρόφτασε τέλος προς τα έμπα του χωριού, και την άδραξε από τα μαλλιά και την έβαλε κάτου.
     Εκείνη έριξε ψιλή φωνή.
     «Όχι εδώ» του ‘πε ο Θοδόσης, «θα ξυπνήσει ο κόσμος. Δος μου το τουφέκι να μη βρεθεί στα χέρια σου.»
     Κι ο Κούρκουπος υπάκουσε· του απάφησε το όπλο· και σή­κωσε την τρομαγμένη γυναίκα στα δυο χέρια και την έσυρε στο σπίτι.
     Άνοιξε η ίδια, γιατί είχε τα κλειδιά, με κρύαν καρδιά· και το αντρόγυνο εμπήκαν μέσα μοναχοί τους· αυτός έκλεισε με βια την πόρτα.
     Έμειναν για μια στιγμή χωρίς φως, κι εφοβηθήκαν κι οι δύο τους. Καθώς όμως ήτουν μαθημένη έβαλε προσανάμματα στη στια που εκρουφόκαιγε στην ογνίστρα10, και με μιας έλαμψε το σπίτι.
     Το πρόσωπο του Κούρκουπου ήταν συγνεφιασμένο· βλέποντάς τον ελίγωσε11 η γυναίκα κι εκάθισε χάμου. Εφαινότουν μικρή στ’ αντρίκια φορέματα που μολογούσαν το έγκλημά της· και κοιτάζοντάς την τον επαραπήρε η χολή, τα φρένα του εσκοτιστήκαν, μια στιγμή ακόμα ετσώπασε, κι ύστερα με βαθύν ανασασμό της είπε:
     «Τέτοια ώρα, αντρίκια ντυμένη, στους Έρμονες. Σκύλα πού ήσουν;»
     Εκείνη λόγο. Τότες επήρε τη μεγάλην απόφαση. Ανατρί­χιασε· εξέταζε με το μάτι όλο το σπίτι ζητώντας· και του πα­ρουσιάστη στην όψη ένας κόπιδας12 που τον άδραξε αμέσως. Ευ­ρέθη σιμά της και της έλεγε φοβερίζοντας· «Πού ήσουν; πού ήσουν;»
     Κι όσο εκείνη από τρομάρα κι έλεγχος δεν αποκρενότουν, τόσο η χολή του επέρσευε, τόσο την ετυραγνούσε· κι εκατάλαβε η άτυχη πως ήταν τώρα το τέλος της,
     «Έλεος, έλεος» είπε· «αμαρτωλή είμαι·» μα είμαι έγκυα· δικό σου είναι το παιδί, μα το Θεό!
     Έμεινε ο Κούρκουπος· εγίνη κίτρινος· ο λόγος της τον εξαρμάτωνε.
     Η στια είχε πέσει, εκείνη έκλαιγε θερμά· όξω εξημέρωνε.
     Κι ο Θοδόσης που ‘χε παραμονέψει, εχτύπησε μ’ ορμή βαριά την πόρτα· κι είπε· «Ακόμα; ακόμα;»
     Και σαν απάντηση ακουστήκαν φωνές από μέσα. ― «Έλεος, έλεος, το παιδί σου. Απάνθρωπε, με σκότωσες!» και δυνατά όσο εδυνότουν! ― «Βοήθεια, βοήθεια! Α!»
     Κι ύστερα άκρα σιωπή.
     Τότες όμως ανοίχτηκαν τ’ άλλα σπίτια, κι εβγήκαν οι γειτόνοι άντυτοι, ανταριασμένοι κι εσυναχτήκαν μπρος στου Κούρκουπου το σπίτι, άντρες, παιδιά, ρωτώντας τι τρέχει· κι εφοκραστήκαν το πνιμένο ρουχαλητό που έβγαινε τώρα απ’ μέσα.
     Ο Θοδόσης τους αποκρίθη· ― «Την εσκότωσε».
     
     (1904)
     
     Λεξιλόγιο
     [1] ζιφταριά = ξύλινο πιεστήριο λαδιού και κρασιού
     [2] λιόστα = τα στερεά απόβλητα του ελαιουργείου
     [3] σεγκούνι = χοντρό, μάλλινο πανωφόρι
     [4] πλατοβράκι = η βράκα
     [5] κουνάδι = κουνάβι
     [6] αλλάγι = η αλλαγή της βάρδιας
     [7] ανάβλεμμα = εμφάνιση
     [8] τράφος = χαντάκι, λάκκος πετρώδης και βαθύς
     [9] ρόβολο = ο κατήφορος/ανήφορος
     [10] ογνίστρα = η γωνιά που είναι η φωτιά, λέγεται επίσης και αγουνίστρα
     [11] λιγώνω –ομαι = πρόκληση λιποθυμίας από αηδία
     [12] κόπιδας = μαχαίρι
     
     

Διά χειρός Γιάννη Π. (προστέθηκε 27.2.2019)

Πληροφορίες για τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη στο Ε.ΚΕ.ΒΙ